περίχειρον: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pericheiron
|Transliteration C=pericheiron
|Beta Code=peri/xeiron
|Beta Code=peri/xeiron
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">armlet, bracelet</b>, <span class="bibl">Plb.2.29.8</span>:—Dim. περι-χειρίδιον, τό, Hsch. s.v. [[ἀβάκχευτον]] ; also περι-χείριον, τό, <span class="bibl">Poll.1.185</span>.</span>
|Definition=τό, [[armlet]], [[bracelet]], Plb.2.29.8:—Dim. [[περιχειρίδιον]], τό, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἀβάκχευτον]]; also [[περιχείριον]], τό, Poll.1.185.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[bracelet]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[χείρ]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀμφιδέαι]], [[βραχιονιστήρ]], [[κρίκος]], περιβραχιόνιον, [[σφιγγίον]], [[ψέλιον]].
}}
{{elru
|elrutext='''περίχειρον:''' τό [[браслет]] (χρυσοῖς περιχείροις κατακεκοσμημένος Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περίχειρον''': τό, [[κόσμημα]] τῆς χειρός, [[ψέλιον]], «βραχιόλι», Λατ. armilla, Πολύβ. 2. 29, 8· οὕτω περιχείριον, [[Πολυδ]]. Α΄, 185· -[[χειρίδιον]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἀβάκχευτον, ἣν ἑρμηνεύει: «λινοῦν [[ὕφασμα]] περιχειρίδιον»· πρβλ. [[περί]]-σφυρον, -σφύριον.
|lstext='''περίχειρον''': τό, [[κόσμημα]] τῆς χειρός, [[ψέλιον]], «βραχιόλι», Λατ. armilla, Πολύβ. 2. 29, 8· οὕτω περιχείριον, Πολυδ. Α΄, 185· -[[χειρίδιον]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἀβάκχευτον, ἣν ἑρμηνεύει: «λινοῦν [[ὕφασμα]] περιχειρίδιον»· πρβλ. [[περί]]-σφυρον, -σφύριον.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[βραχιόλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειρον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i> «[[χέρι]]»), [[πρβλ]]. [[επίχειρα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίχειρον:''' τό ([[χείρ]]), [[βραχιόλι]], σε Πολύβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περί]]-χειρον, ου, τό, [[χείρ]]<br />a bracelet, Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίχειρον Medium diacritics: περίχειρον Low diacritics: περίχειρον Capitals: ΠΕΡΙΧΕΙΡΟΝ
Transliteration A: perícheiron Transliteration B: pericheiron Transliteration C: pericheiron Beta Code: peri/xeiron

English (LSJ)

τό, armlet, bracelet, Plb.2.29.8:—Dim. περιχειρίδιον, τό, Hsch. s.v. ἀβάκχευτον; also περιχείριον, τό, Poll.1.185.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bracelet.
Étymologie: περί, χείρ.
Syn. ἀμφιδέαι, βραχιονιστήρ, κρίκος, περιβραχιόνιον, σφιγγίον, ψέλιον.

Russian (Dvoretsky)

περίχειρον: τό браслет (χρυσοῖς περιχείροις κατακεκοσμημένος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

περίχειρον: τό, κόσμημα τῆς χειρός, ψέλιον, «βραχιόλι», Λατ. armilla, Πολύβ. 2. 29, 8· οὕτω περιχείριον, Πολυδ. Α΄, 185· -χειρίδιον, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀβάκχευτον, ἣν ἑρμηνεύει: «λινοῦν ὕφασμα περιχειρίδιον»· πρβλ. περί-σφυρον, -σφύριον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βραχιόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -χειρον (< χείρ, χειρός «χέρι»), πρβλ. επίχειρα].

Greek Monotonic

περίχειρον: τό (χείρ), βραχιόλι, σε Πολύβ.

Middle Liddell

περί-χειρον, ου, τό, χείρ
a bracelet, Polyb.