ἐντύπωμα: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=entypoma
|Transliteration C=entypoma
|Beta Code=e)ntu/pwma
|Beta Code=e)ntu/pwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is graved</b>, <b class="b3">χηλῆς ἐ</b>., of a pier, <span class="bibl">Agatharch.92</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[that which is graved]], <b class="b3">χηλῆς ἐ.</b>, of a pier, Agatharch.92.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[impronta]], [[imagen]] ὁ τῶν ἐν ταῖς σφραγῖσιν ἐντυπωμάτων τορευτικός Clem.Al.<i>Strom</i>.1.4.26.<br /><b class="num">2</b> [[traza]], [[estructura]] οὐ γὰρ ἔστιν οὐ λιμὴν εὔορμος ... οὐ κόλπος ἐπὶ σκέπης ... οὐ χηλῆς [[ἐντύπωμα]] no hay ni puerto cómodo para fondear ... ni golfo para protegerse ... ni traza de rompeolas</i> Agatharch.92.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντύπωμα''': τό, σκάλισμα, [[ἐγχάραγμα]], τῶν ἐν ταῖς σφραγῖσιν ἐντυπωμάτων Κλήμ. Ἀλ. 33, πρβλ. ἐκτ-. ΙΙ. [[σχῆμα]] καμπύλον ἢ κοῖλον, ἐπὶ κυματοθραύστου (μόλου), οὐ χηλῆς [[ἐντύπωμα]] Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 457. 30.
|lstext='''ἐντύπωμα''': τό, σκάλισμα, [[ἐγχάραγμα]], τῶν ἐν ταῖς σφραγῖσιν ἐντυπωμάτων Κλήμ. Ἀλ. 33, πρβλ. ἐκτ-. ΙΙ. [[σχῆμα]] καμπύλον ἢ κοῖλον, ἐπὶ κυματοθραύστου (μόλου), οὐ χηλῆς [[ἐντύπωμα]] Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 457. 30.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐντύπωμα]])<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[εντυπώνω]] ([[εντυπώ]]), το [[αποτύπωμα]], το [[ίχνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[κοιλότητα]] [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] ενός οργάνου [[μέσα]] στην οποία εισχωρεί [[τμήμα]] άλλου οργάνου<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σχήμα]] που χαράχθηκε ή αποτυπώθηκε με [[πίεση]], [[εγχάραγμα]], [[σκάλισμα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντῠπωμα Medium diacritics: ἐντύπωμα Low diacritics: εντύπωμα Capitals: ΕΝΤΥΠΩΜΑ
Transliteration A: entýpōma Transliteration B: entypōma Transliteration C: entypoma Beta Code: e)ntu/pwma

English (LSJ)

-ατος, τό, that which is graved, χηλῆς ἐ., of a pier, Agatharch.92.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 impronta, imagen ὁ τῶν ἐν ταῖς σφραγῖσιν ἐντυπωμάτων τορευτικός Clem.Al.Strom.1.4.26.
2 traza, estructura οὐ γὰρ ἔστιν οὐ λιμὴν εὔορμος ... οὐ κόλπος ἐπὶ σκέπης ... οὐ χηλῆς ἐντύπωμα no hay ni puerto cómodo para fondear ... ni golfo para protegerse ... ni traza de rompeolas Agatharch.92.

German (Pape)

[Seite 859] τό, das Eingeprägte, Gepräge, Philostr. v. Apoll. 2, 11 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντύπωμα: τό, σκάλισμα, ἐγχάραγμα, τῶν ἐν ταῖς σφραγῖσιν ἐντυπωμάτων Κλήμ. Ἀλ. 33, πρβλ. ἐκτ-. ΙΙ. σχῆμα καμπύλον ἢ κοῖλον, ἐπὶ κυματοθραύστου (μόλου), οὐ χηλῆς ἐντύπωμα Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 457. 30.

Greek Monolingual

το (Α ἐντύπωμα)
το αποτέλεσμα του εντυπώνω (εντυπώ), το αποτύπωμα, το ίχνος
νεοελλ.
ανατ. κοιλότητα πάνω στην επιφάνεια ενός οργάνου μέσα στην οποία εισχωρεί τμήμα άλλου οργάνου
αρχ.
το σχήμα που χαράχθηκε ή αποτυπώθηκε με πίεση, εγχάραγμα, σκάλισμα.