σύντηγμα: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(6_21) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syntigma | |Transliteration C=syntigma | ||
|Beta Code=su/nthgma | |Beta Code=su/nthgma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[waste product]], used by Arist. (and [[Theophrastus|Thphr.]] ''Lass.'' 6, Gal.6.184) to express the humours that permeate the body, but are not regularly either secreted or excreted, difft. from <b class="b3">τὰ περιττώματα</b> (v. [[περίσσωμα]]), Arist.''GA''724b27, ''Somn.Vig.''456b35, ''Pr.''864a18; apparently of a morbid or abnormal kind, <b class="b3">τὸ ἀποκριθὲν.. ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως</b> Id.''GA'' [[l.c.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1035.png Seite 1035]] τό, das Zusammengeschmolzene, Aufgelös'te, Arist. gen. an. 1, 18. – Das Zerschmelzen, Hinschwinden, Hinschmachten, Arist. de somn. 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1035.png Seite 1035]] τό, das [[Zusammengeschmolzene]], Aufgelös'te, Arist. gen. an. 1, 18. – Das [[Zerschmelzen]], [[Hinschwinden]], [[Hinschmachten]], Arist. de somn. 3. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύντηγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[органическая влага]], [[мокрота]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[гнойная жидкость]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύντηγμα''': τό, «[[λέγω]] δὲ περίττωμα, τὸ τῆς τροφῆς [[ὑπόλειμμα]]· [[σύντηγμα]] δέ, τὸ ἀποκριθὲν ἐκ τοῦ αὐξήματος ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως» Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 40 κἑξ., π. Ὕπνου 3, 10, Προβλ. 1. 41, 3· καὶ [[εἶναι]] τοῦτο, ὡς φαίνεται, ἔκρυθμός τις νοσηρὰ [[λειτουργία]] τοῦ σωματικοῦ ὀργανισμοῦ, τὸ ἀποκριθέν... ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως περὶ Ζ. Γεν. ἔνθ. ἀνωτ. | |lstext='''σύντηγμα''': τό, «[[λέγω]] δὲ περίττωμα, τὸ τῆς τροφῆς [[ὑπόλειμμα]]· [[σύντηγμα]] δέ, τὸ ἀποκριθὲν ἐκ τοῦ αὐξήματος ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως» Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 40 κἑξ., π. Ὕπνου 3, 10, Προβλ. 1. 41, 3· καὶ [[εἶναι]] τοῦτο, ὡς φαίνεται, ἔκρυθμός τις νοσηρὰ [[λειτουργία]] τοῦ σωματικοῦ ὀργανισμοῦ, τὸ ἀποκριθέν... ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως περὶ Ζ. Γεν. ἔνθ. ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[συντήκω]]<br />[[κράμα]] που παράγεται με [[σύντηξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περίττωμα]] («[[λέγω]] δὲ [[περίττωμα]] τὸ τῆς τροφῆς [[ὑπόλειμμα]]<br />[[σύντηγμα]] δὲ τὸ ἀποκριθὲν ἐκ τοῦ αὐξήματος ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 2 November 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, waste product, used by Arist. (and Thphr. Lass. 6, Gal.6.184) to express the humours that permeate the body, but are not regularly either secreted or excreted, difft. from τὰ περιττώματα (v. περίσσωμα), Arist.GA724b27, Somn.Vig.456b35, Pr.864a18; apparently of a morbid or abnormal kind, τὸ ἀποκριθὲν.. ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως Id.GA l.c.
German (Pape)
[Seite 1035] τό, das Zusammengeschmolzene, Aufgelös'te, Arist. gen. an. 1, 18. – Das Zerschmelzen, Hinschwinden, Hinschmachten, Arist. de somn. 3.
Russian (Dvoretsky)
σύντηγμα: ατος τό
1 органическая влага, мокрота Arst., Plut.;
2 гнойная жидкость Arst.
Greek (Liddell-Scott)
σύντηγμα: τό, «λέγω δὲ περίττωμα, τὸ τῆς τροφῆς ὑπόλειμμα· σύντηγμα δέ, τὸ ἀποκριθὲν ἐκ τοῦ αὐξήματος ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως» Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 40 κἑξ., π. Ὕπνου 3, 10, Προβλ. 1. 41, 3· καὶ εἶναι τοῦτο, ὡς φαίνεται, ἔκρυθμός τις νοσηρὰ λειτουργία τοῦ σωματικοῦ ὀργανισμοῦ, τὸ ἀποκριθέν... ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως περὶ Ζ. Γεν. ἔνθ. ἀνωτ.
Greek Monolingual
το, ΝΑ συντήκω
κράμα που παράγεται με σύντηξη
αρχ.
περίττωμα («λέγω δὲ περίττωμα τὸ τῆς τροφῆς ὑπόλειμμα
σύντηγμα δὲ τὸ ἀποκριθὲν ἐκ τοῦ αὐξήματος ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως», Αριστοτ.).