ἱππαγρέται: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(CSV import) |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippagretai | |Transliteration C=ippagretai | ||
|Beta Code=i(ppagre/tai | |Beta Code=i(ppagre/tai | ||
|Definition=ῶν, οἱ, (ἀγρέω) three | |Definition=ῶν, οἱ, ([[ἀγρέω]]) hippagretai, [[three]] [[officer]]s at [[Lacedaemon]], who chose 300, the [[flower]] of the [[ἔφηβοι]], to serve as a body-guard for the kings (v. [[ἱππεύς]] II.1), X.HG3.3.9, Lac.4.3, Archyt. ap. Stob.4.1.138: sg., Th.4.38 (unless it be pr. n.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶν (οἱ) :<br />[[les trois commandants du corps de cavalerie attaché à la personne du roi de Sparte en temps de guerre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[ἀγείρω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=οἱ, <i>drei [[Anführer]] der berittenen [[Leibwache]] der spartanischen [[Könige]]</i> im [[Kriege]], die aus 300 Epheben bestand, Xen. <i>Hell</i>. 3.3.9, <i>Lac</i>. 4.3; Archyt. Stob. <i>fl</i>. 43.134. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππαγρέται:''' ῶν οἱ гиппагреты (три начальника отборного конногвардейского отряда из 300 ἔφηβοι, состоявшего при спартанских царях в военное время) Xen. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἱππαγρέται''': -ῶν, οἱ, (ἴδε [[ἀγρέτης]]), [[τρεῖς]] ἄρχοντες ἐν Σπάρτῃ, οἵτινες ἐξέλεγον τριακοσίους ἐπιλέκτους ἱππέας ἐκ τῶν ἐφήβων, [[ὅπως]] ὑπηρετῶσιν ὡς σωματοφύλακες τοῦ βασιλέως (ἴδε ἱππεὺς ΙΙ. 2), Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 9, Λακ. 4. 3, Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 269. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱππαγρέτας· ἀρχὴ ἐπὶ τῶν ἐπιλέκτων ὁπλιτῶν». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱππαγρέται]], οι (Α)<br />(στη [[Σπάρτη]]) [[τρεις]] άρχοντες που εξέλεγαν 300 επίλεκτους εφήβους ιππείς για να υπηρετούν ως σωματοφύλακες του βασιλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀγρέται</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγρέω]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱππαγρέται:''' -ῶν, οἱ ([[ἀγείρω]]), [[τρεις]] αξιωματούχοι στη [[Σπάρτη]], οι οποίοι επέλεγαν τριακόσιους ιππείς από τους <i>ἐφήβους</i>, για να υπηρετούν σαν [[σωματοφυλακή]] των βασιλιάδων, σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἶπος]] [[ἀγείρω]]<br />[[three]] officers at [[Lacedaemon]], who chose 300 ἔφηβοι, to [[serve]] as a [[bodyguard]] for the kings, Xen. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=οἱ (=[[τρεῖς]] ἄρχοντες τῆς Σπάρτης). Ἀπό τό [[ἵππος]] + [[ἀγρέτης]] (=[[ἄρχοντας]]) τοῦ [[ἀγείρω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:34, 8 January 2023
English (LSJ)
ῶν, οἱ, (ἀγρέω) hippagretai, three officers at Lacedaemon, who chose 300, the flower of the ἔφηβοι, to serve as a body-guard for the kings (v. ἱππεύς II.1), X.HG3.3.9, Lac.4.3, Archyt. ap. Stob.4.1.138: sg., Th.4.38 (unless it be pr. n.).
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
les trois commandants du corps de cavalerie attaché à la personne du roi de Sparte en temps de guerre.
Étymologie: ἵππος, ἀγείρω.
German (Pape)
οἱ, drei Anführer der berittenen Leibwache der spartanischen Könige im Kriege, die aus 300 Epheben bestand, Xen. Hell. 3.3.9, Lac. 4.3; Archyt. Stob. fl. 43.134.
Russian (Dvoretsky)
ἱππαγρέται: ῶν οἱ гиппагреты (три начальника отборного конногвардейского отряда из 300 ἔφηβοι, состоявшего при спартанских царях в военное время) Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαγρέται: -ῶν, οἱ, (ἴδε ἀγρέτης), τρεῖς ἄρχοντες ἐν Σπάρτῃ, οἵτινες ἐξέλεγον τριακοσίους ἐπιλέκτους ἱππέας ἐκ τῶν ἐφήβων, ὅπως ὑπηρετῶσιν ὡς σωματοφύλακες τοῦ βασιλέως (ἴδε ἱππεὺς ΙΙ. 2), Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 9, Λακ. 4. 3, Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 269. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱππαγρέτας· ἀρχὴ ἐπὶ τῶν ἐπιλέκτων ὁπλιτῶν».
Greek Monolingual
ἱππαγρέται, οι (Α)
(στη Σπάρτη) τρεις άρχοντες που εξέλεγαν 300 επίλεκτους εφήβους ιππείς για να υπηρετούν ως σωματοφύλακες του βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + ἀγρέται (< ἀγρέω)].
Greek Monotonic
ἱππαγρέται: -ῶν, οἱ (ἀγείρω), τρεις αξιωματούχοι στη Σπάρτη, οι οποίοι επέλεγαν τριακόσιους ιππείς από τους ἐφήβους, για να υπηρετούν σαν σωματοφυλακή των βασιλιάδων, σε Ξεν.
Middle Liddell
[from ἶπος ἀγείρω
three officers at Lacedaemon, who chose 300 ἔφηβοι, to serve as a bodyguard for the kings, Xen.
Mantoulidis Etymological
οἱ (=τρεῖς ἄρχοντες τῆς Σπάρτης). Ἀπό τό ἵππος + ἀγρέτης (=ἄρχοντας) τοῦ ἀγείρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.