κρυψίνους: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(Bailly1_3)
 
mNo edit summary
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κρυψίνους
|Medium diacritics=κρυψίνους
|Low diacritics=κρυψίνους
|Capitals=ΚΡΥΨΙΝΟΥΣ
|Transliteration A=krypsínous
|Transliteration B=krypsinous
|Transliteration C=krypsinous
|Beta Code=kruyi/nous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[κρυψίνοος]] ([[hiding one's thoughts]], [[dissembling]]).
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[κρυψίνοος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[κρυψίνοος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν (AM [[κρυψίνους]], -ουν και -οος, -οον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του<br /><b>2.</b> [[υποκριτής]], [[ανειλικρινής]], [[πανούργος]] («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κρυψίνως</i> (Α)<br />ανειλικρινώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρυψι</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρυπτ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[νοῦς]] ([[πρβλ]]. [[κακόνους]], [[κουφόνους]])].
}}
{{elnl
|elnltext=κρυψίνους -νουν, zonder contr. κρυψίνοος -νοον &#91;[[κρύψις]], [[νοῦς]]] [[die zijn ware gedachten verborgen houdt]].
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[reticent]], [[secretive]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού κρύβει [[τούς]] στοχασμούς του). Ἀπό τό [[κρύπτω]] + [[νοῦς]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κρύπτω]].
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen st. [[κρυψίνοος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:46, 9 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυψίνους Medium diacritics: κρυψίνους Low diacritics: κρυψίνους Capitals: ΚΡΥΨΙΝΟΥΣ
Transliteration A: krypsínous Transliteration B: krypsinous Transliteration C: krypsinous Beta Code: kruyi/nous

English (LSJ)

-ουν, contr. for κρυψίνοος (hiding one's thoughts, dissembling).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κρυψίνοος.

Greek Monolingual

-ουν (AM κρυψίνους, -ουν και -οος, -οον)
1. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του
2. υποκριτής, ανειλικρινής, πανούργος («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», Ξεν.).
επίρρ...
κρυψίνως (Α)
ανειλικρινώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + νοῦς (πρβλ. κακόνους, κουφόνους)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυψίνους -νουν, zonder contr. κρυψίνοος -νοον [κρύψις, νοῦς] die zijn ware gedachten verborgen houdt.

English (Woodhouse)

reticent, secretive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού κρύβει τούς στοχασμούς του). Ἀπό τό κρύπτω + νοῦς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κρύπτω.

German (Pape)

zusammengezogen st. κρυψίνοος.