ξυνήϊος: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksyniios
|Transliteration C=ksyniios
|Beta Code=cunh/i+os
|Beta Code=cunh/i+os
|Definition=η, ον, Ep. and Ion. (<b class="b3">ξύνειος</b> is not found), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">common :</b> neut. pl. <b class="b3">ξυνήϊα, τά,</b> <b class="b2">common stock</b>, <span class="bibl">Il.1.124</span>, <span class="bibl">23.809</span>.</span>
|Definition=η, ον, Ep. and Ion. ([[ξύνειος]] is not found), common: neut. pl. [[ξυνήϊα]], τά, [[common stock]], Il.1.124, 23.809.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] ep. u. ion. für ξύνειος, = [[ξυνός]], <b class="b2">gemeinsam</b>; οὐδ' ἔτι που [[ἴδμεν]] ξυνήϊα κείμενα, Il. 1, 124, gemeinsames Eigenthum, das dem ganzen Heere gehört, noch nicht vertheilt ist, vgl. 23, 809.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] ep. u. ion. für ξύνειος, = [[ξυνός]], [[gemeinsam]]; οὐδ' ἔτι που [[ἴδμεν]] ξυνήϊα κείμενα, Il. 1, 124, gemeinsames Eigenthum, das dem ganzen Heere gehört, noch nicht vertheilt ist, vgl. 23, 809.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>épq. et ion. p.</i> *ξύνειος, <i>c.</i> [[ξυνός]].
|btext=α, ον :<br /><i>épq. et ion. p.</i> *ξύνειος, <i>c.</i> [[ξυνός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυνήϊος]], -ΐη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς [[μαζί]], [[κοινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ξυνήϊα</i><br />[[κοινή]] [[περιουσία]], πράγματα που ανήκουν σε πολλούς [[μαζί]], [[ιδίως]] η [[κοινή]] [[ιδιοκτησία]] τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που [[ἴδμεν]] ξυνήϊα [[κείμενα]] [[πολλά]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> ([[πρβλ]]. [[θεήϊος]]). Ο τ. <i>ξυνήϊα</i> αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του πληθ. του ουδ., [[κατά]] τα <i>ξενήϊα</i>, <i>πρεσβήϊα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξῡνήϊος:''' -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί <i>ξύνειος</i>, που δεν απαντά· <i>ξυνήϊα</i>, [[κοινή]] [[περιουσία]], κοινό [[απόθεμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῡνήϊος:''' эп.-ион. = [[ξυνός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῡνήϊος Medium diacritics: ξυνήϊος Low diacritics: ξυνήϊος Capitals: ΞΥΝΗΪΟΣ
Transliteration A: xynḗïos Transliteration B: xynēios Transliteration C: ksyniios Beta Code: cunh/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ep. and Ion. (ξύνειος is not found), common: neut. pl. ξυνήϊα, τά, common stock, Il.1.124, 23.809.

German (Pape)

[Seite 282] ep. u. ion. für ξύνειος, = ξυνός, gemeinsam; οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα, Il. 1, 124, gemeinsames Eigenthum, das dem ganzen Heere gehört, noch nicht vertheilt ist, vgl. 23, 809.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
épq. et ion. p. *ξύνειος, c. ξυνός.

Greek Monolingual

ξυνήϊος, -ΐη, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς μαζί, κοινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ξυνήϊα
κοινή περιουσία, πράγματα που ανήκουν σε πολλούς μαζί, ιδίως η κοινή ιδιοκτησία τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. θεήϊος). Ο τ. ξυνήϊα αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του πληθ. του ουδ., κατά τα ξενήϊα, πρεσβήϊα].

Greek Monotonic

ξῡνήϊος: -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί ξύνειος, που δεν απαντά· ξυνήϊα, κοινή περιουσία, κοινό απόθεμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ξῡνήϊος: эп.-ион. = ξυνός.