σκευώρημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
(Bailly1_4)
mNo edit summary
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skevorima
|Transliteration C=skevorima
|Beta Code=skeuw/rhma
|Beta Code=skeuw/rhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fabrication, fraud</b>, <span class="bibl">D.36.33</span>, <span class="bibl">41.24</span>.</span>
|Definition=σκευωρήματος, τό, [[fabrication]], [[fraud]], D.36.33, 41.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] τό, schlaue, listige, tückische Handlung; ἀλλ' εἶναι τοῦτο [[πλάσμα]] καὶ [[σκευώρημα]] εὑρήσετε, Dem. 36, 33, vgl. 41, 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] τό, schlaue, listige, tückische Handlung; ἀλλ' εἶναι τοῦτο [[πλάσμα]] καὶ [[σκευώρημα]] εὑρήσετε, Dem. 36, 33, vgl. 41, 24.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[machination]], [[intrigue]].<br />'''Étymologie:''' [[σκευωρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκευώρημα:''' σκευωρήματος τό [[происки]], [[махинации]], [[обман]] Dem.: τὸ σ. τῆς δόξης Plut. плод воображения, вымысел.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκευώρημα''': τό, [[ἐπινόημα]], [[τέχνασμα]], [[ἀπάτη]], Δημ. 955. 3., 1035. 14. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πλάσμα]], [[κακουργία]], [[κατασκευή]], τὸ γινόμενον [[κατασκεύασμα]] εἰς βλάβην».
|lstext='''σκευώρημα''': τό, [[ἐπινόημα]], [[τέχνασμα]], [[ἀπάτη]], Δημ. 955. 3., 1035. 14. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πλάσμα]], [[κακουργία]], [[κατασκευή]], τὸ γινόμενον [[κατασκεύασμα]] εἰς βλάβην».
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ατος (τό) :<br />machination, intrigue.<br />'''Étymologie:''' [[σκευωρέω]].
|mltxt=και [[σκαιώρημα]], σκευωρήματος, τὸ, ΜΑ [[σκευωροῦμαι]]<br />[[πράξη]] δολερή και απατηλή, [[σκευωρία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκευώρημα:''' σκευωρήματος, τό, [[τέχνασμα]], [[απάτη]], [[δόλος]], [[μηχανορραφία]], σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκευώρημα]], σκευωρήματος, τό, [from [[σκευωρέομαι]]<br />a [[fabrication]], [[fraud]], Dem.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[concoction]], [[fabrication]], [[anything spurious]], [[what is concocted]]
}}
}}

Latest revision as of 14:01, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευώρημα Medium diacritics: σκευώρημα Low diacritics: σκευώρημα Capitals: ΣΚΕΥΩΡΗΜΑ
Transliteration A: skeuṓrēma Transliteration B: skeuōrēma Transliteration C: skevorima Beta Code: skeuw/rhma

English (LSJ)

σκευωρήματος, τό, fabrication, fraud, D.36.33, 41.24.

German (Pape)

[Seite 894] τό, schlaue, listige, tückische Handlung; ἀλλ' εἶναι τοῦτο πλάσμα καὶ σκευώρημα εὑρήσετε, Dem. 36, 33, vgl. 41, 24.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
machination, intrigue.
Étymologie: σκευωρέω.

Russian (Dvoretsky)

σκευώρημα: σκευωρήματος τό происки, махинации, обман Dem.: τὸ σ. τῆς δόξης Plut. плод воображения, вымысел.

Greek (Liddell-Scott)

σκευώρημα: τό, ἐπινόημα, τέχνασμα, ἀπάτη, Δημ. 955. 3., 1035. 14. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πλάσμα, κακουργία, κατασκευή, τὸ γινόμενον κατασκεύασμα εἰς βλάβην».

Greek Monolingual

και σκαιώρημα, σκευωρήματος, τὸ, ΜΑ σκευωροῦμαι
πράξη δολερή και απατηλή, σκευωρία.

Greek Monotonic

σκευώρημα: σκευωρήματος, τό, τέχνασμα, απάτη, δόλος, μηχανορραφία, σε Δημ.

Middle Liddell

σκευώρημα, σκευωρήματος, τό, [from σκευωρέομαι
a fabrication, fraud, Dem.

English (Woodhouse)

concoction, fabrication, anything spurious, what is concocted

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)