μήρυμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miryma
|Transliteration C=miryma
|Beta Code=mh/ruma
|Beta Code=mh/ruma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is drawn out: strand</b> of gut, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span> 65.33</span>; <b class="b2">skein</b> of such strands, <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>81.14</span>; <b class="b2">thread</b>, <span class="bibl">Poll.7.29</span>; <b class="b3">μηρύματα λίθων</b>, of fibrous stone, Plu.2.434a; of bitumen, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.8.4</span>; of ship's cordage, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>47</span>; μ. ἐρίου Dem.Ophth. ap. <span class="bibl">Aët.7.53</span>; <b class="b2">kink</b> in a string, <span class="bibl">Hero <span class="title">Aut.</span>2.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> a serpent's <b class="b2">coil</b> or <b class="b2">trail</b>, δολιχῷ μ. γαστρός <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>160</span>, <span class="bibl">265</span> (<b class="b3">μηρύγματι</b> codd., cf. Hsch., Cyr.).</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> that which is drawn out: strand of gut, Ph.''Bel.'' 65.33; [[skein]] of such strands, Hero ''Bel.''81.14; [[thread]], Poll.7.29; <b class="b3">μηρύματα λίθων</b>, of fibrous stone, Plu.2.434a; of bitumen, J.''BJ''4.8.4; of ship's cordage, Plu.''Cic.''47; μ. ἐρίου Dem.Ophth. ap. Aët.7.53; [[kink]] in a string, Hero ''Aut.''2.11.<br><span class="bld">II</span> a serpent's [[coil]] or [[trail]], δολιχῷ μ. γαστρός Nic.''Th.''160, 265 ([[μηρύγματι]] codd., cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Cyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0178.png Seite 178]] τό, = [[μήρυγμα]], bessere Form, s. Lob. parall. 433; Poll. 7, 29; Plut. def. or. 43; Schol. Soph. Tr. 597 erkl. so [[κάταγμα]] οἰός.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0178.png Seite 178]] τό, = [[μήρυγμα]], bessere Form, s. Lob. parall. 433; Poll. 7, 29; Plut. def. or. 43; Schol. Soph. Tr. 597 erkl. so [[κάταγμα]] οἰός.
}}
{{bailly
|btext=<i>mieux que</i> [[μήρυγμα]];<br />ατος (τό) :<br />[[déroulement des fils d'une trame]].<br />'''Étymologie:''' [[μηρύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μήρῡμα:''' и [[μήρυγμα]], ατος τό нить, волокно (μηρύματα λίθων [[μαλακά]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μήρῡμα''': τό, κεκλωσμένον [[πρᾶγμα]], κλωστή, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 29· ἐπὶ ἰνώδους λίθου, Πλούτ. 2. 434Α. II. ὡς τὸ Λατ. tractus, volumen, ἡ [[σπεῖρα]] τοῦ ὄφεως, δολιχῷ μ. γαστρὸς Νικ. Θηρ. 163, 265, - ὡς γράφει ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 433 ἀντὶ τῆς γραφῆς [[μήρυγμα]].
|lstext='''μήρῡμα''': τό, κεκλωσμένον [[πρᾶγμα]], κλωστή, Πολυδ. Ζ΄, 29· ἐπὶ ἰνώδους λίθου, Πλούτ. 2. 434Α. II. ὡς τὸ Λατ. tractus, volumen, ἡ [[σπεῖρα]] τοῦ ὄφεως, δολιχῷ μ. γαστρὸς Νικ. Θηρ. 163, 265, - ὡς γράφει ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 433 ἀντὶ τῆς γραφῆς [[μήρυγμα]].
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>mieux que</i> [[μήρυγμα]];<br />ατος (τό) :<br />déroulement des fils d’une trame.<br />'''Étymologie:''' [[μηρύω]].
|mltxt=το (Α [[μήρυμα]] και [[μήρυσμα]] και [[μήρυγμα]]) [[μηρύομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) το [[τύλιγμα]] καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο [[εμπόριο]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σπείρωμα]] καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] το συνεστραμμένο και [[ιδίως]] το [[σπείρωμα]] χορδής<br /><b>2.</b> [[δέμα]] συνεστραμμένων χορδών<br /><b>3.</b> νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές<br /><b>4.</b> [[νηματοειδής]] [[διάταξη]] ύλης<br /><b>5.</b> [[σχοινιά]] πλοίου<br /><b>6.</b> [[έμβολο]] σχοινιού<br /><b>7.</b> [[σπείρα]] φιδιού<br /><b>8.</b> (για χρόνο) [[έκταση]], [[μήκος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήρῡμα Medium diacritics: μήρυμα Low diacritics: μήρυμα Capitals: ΜΗΡΥΜΑ
Transliteration A: mḗryma Transliteration B: mēryma Transliteration C: miryma Beta Code: mh/ruma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is drawn out: strand of gut, Ph.Bel. 65.33; skein of such strands, Hero Bel.81.14; thread, Poll.7.29; μηρύματα λίθων, of fibrous stone, Plu.2.434a; of bitumen, J.BJ4.8.4; of ship's cordage, Plu.Cic.47; μ. ἐρίου Dem.Ophth. ap. Aët.7.53; kink in a string, Hero Aut.2.11.
II a serpent's coil or trail, δολιχῷ μ. γαστρός Nic.Th.160, 265 (μηρύγματι codd., cf. Hsch., Cyr.).

German (Pape)

[Seite 178] τό, = μήρυγμα, bessere Form, s. Lob. parall. 433; Poll. 7, 29; Plut. def. or. 43; Schol. Soph. Tr. 597 erkl. so κάταγμα οἰός.

French (Bailly abrégé)

mieux que μήρυγμα;
ατος (τό) :
déroulement des fils d'une trame.
Étymologie: μηρύω.

Russian (Dvoretsky)

μήρῡμα: и μήρυγμα, ατος τό нить, волокно (μηρύματα λίθων μαλακά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μήρῡμα: τό, κεκλωσμένον πρᾶγμα, κλωστή, Πολυδ. Ζ΄, 29· ἐπὶ ἰνώδους λίθου, Πλούτ. 2. 434Α. II. ὡς τὸ Λατ. tractus, volumen, ἡ σπεῖρα τοῦ ὄφεως, δολιχῷ μ. γαστρὸς Νικ. Θηρ. 163, 265, - ὡς γράφει ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 433 ἀντὶ τῆς γραφῆς μήρυγμα.

Greek Monolingual

το (Α μήρυμα και μήρυσμα και μήρυγμα) μηρύομαι
νεοελλ.
1. (γενικά) το τύλιγμα καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο εμπόριο
2. ναυτ. σπείρωμα καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές
αρχ.
1. καθετί το συνεστραμμένο και ιδίως το σπείρωμα χορδής
2. δέμα συνεστραμμένων χορδών
3. νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές
4. νηματοειδής διάταξη ύλης
5. σχοινιά πλοίου
6. έμβολο σχοινιού
7. σπείρα φιδιού
8. (για χρόνο) έκταση, μήκος.