κερατέα: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(Bailly1_3) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keratea | |Transliteration C=keratea | ||
|Beta Code=kerate/a | |Beta Code=kerate/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[κερατωνία]], ''Gp.''11.1; dub. sens. in ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2146.9 (iii A.D.), ''PGen.''75.8 (iii/iv A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1422.png Seite 1422]] ἡ, auch κερατεία u. [[κερατία]], der Johannisbrotbaum; Strab. XVII, 822; Geopon. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1422.png Seite 1422]] ἡ, auch κερατεία u. [[κερατία]], der Johannisbrotbaum; Strab. XVII, 822; Geopon. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />caroubier, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερατέα''': ἢ ία, ἡ, ἡ ξυλοκερατέα, τὸ [[δένδρον]] τὸ παράγον τὰ [[ξυλοκέρατα]] (Ἀραβ. kharoob, χαρουπιά), ― πρῶτος [[τύπος]] ἐν Γεωπ. 11. 1, ὁ δὲ [[δεύτερος]] ἐν Στράβ. 822, Πλιν. 26. 34··― ὁ [[καρπὸς]] ἐκαλεῖτο πληθ. κεράτια, τά, Διοσκ. 1. 168, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 16· καλεῖται παρὰ τοῖς Ἄγγλοις ἄρτος τοῦ ἁγ. Ἰωάννου ἐκ τοῦ ὅτι [[δῆθεν]] [[οὗτος]] ἦτο ὁ [[καρπὸς]] ὃν [[ἐκεῖνος]] ἔτρωγεν ἐν τῇ ἐρήμω· τρώγεται καὶ νῦν ἔτι ὑπὸ τῶν πτωχῶν ἐν Ἰταλίᾳ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν ὡς τραγήματα, ἀλλὰ συνήθως δίδεται εἰς τοὺς χοίρους, [[διότι]] πιστεύεται ὅτι δίδει γλυκεῖάν τινα γεῦσιν εἰς τὴν σάρκα αὐτῶν. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 557. | |lstext='''κερατέα''': ἢ ία, ἡ, ἡ ξυλοκερατέα, τὸ [[δένδρον]] τὸ παράγον τὰ [[ξυλοκέρατα]] (Ἀραβ. kharoob, χαρουπιά), ― πρῶτος [[τύπος]] ἐν Γεωπ. 11. 1, ὁ δὲ [[δεύτερος]] ἐν Στράβ. 822, Πλιν. 26. 34··― ὁ [[καρπὸς]] ἐκαλεῖτο πληθ. κεράτια, τά, Διοσκ. 1. 168, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 16· καλεῖται παρὰ τοῖς Ἄγγλοις ἄρτος τοῦ ἁγ. Ἰωάννου ἐκ τοῦ ὅτι [[δῆθεν]] [[οὗτος]] ἦτο ὁ [[καρπὸς]] ὃν [[ἐκεῖνος]] ἔτρωγεν ἐν τῇ ἐρήμω· τρώγεται καὶ νῦν ἔτι ὑπὸ τῶν πτωχῶν ἐν Ἰταλίᾳ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν ὡς τραγήματα, ἀλλὰ συνήθως δίδεται εἰς τοὺς χοίρους, [[διότι]] πιστεύεται ὅτι δίδει γλυκεῖάν τινα γεῦσιν εἰς τὴν σάρκα αὐτῶν. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 557. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η (ΑΜ [[κερατέα]])<br />η [[χαρουπιά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χτύπημα]] με κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> ([[πρβλ]]. [[μηλέα]], [[πορτοκαλέα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κερατέα:''' ή -ία, ἡ, [[ξυλοκέρατο]] ή [[χαρουπιά]] (Αραβ. kharoob)· οι καρποί της, <i>κεράτια</i>, <i>τά</i>, ονομάζονται και ως «το [[ψωμί]] του Αγ. Ιωάννη», [[επειδή]] πιστευόταν ότι ήταν οι καρποί που έφαγε στην [[ερημιά]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=the carob or [[locust]]-[[tree]] (Arab. kharoob):—its [[fruit]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:18, 3 March 2024
English (LSJ)
ἡ, = κερατωνία, Gp.11.1; dub. sens. in POxy.2146.9 (iii A.D.), PGen.75.8 (iii/iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1422] ἡ, auch κερατεία u. κερατία, der Johannisbrotbaum; Strab. XVII, 822; Geopon.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
caroubier, arbre.
Étymologie: κέρας.
Greek (Liddell-Scott)
κερατέα: ἢ ία, ἡ, ἡ ξυλοκερατέα, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὰ ξυλοκέρατα (Ἀραβ. kharoob, χαρουπιά), ― πρῶτος τύπος ἐν Γεωπ. 11. 1, ὁ δὲ δεύτερος ἐν Στράβ. 822, Πλιν. 26. 34··― ὁ καρπὸς ἐκαλεῖτο πληθ. κεράτια, τά, Διοσκ. 1. 168, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 16· καλεῖται παρὰ τοῖς Ἄγγλοις ἄρτος τοῦ ἁγ. Ἰωάννου ἐκ τοῦ ὅτι δῆθεν οὗτος ἦτο ὁ καρπὸς ὃν ἐκεῖνος ἔτρωγεν ἐν τῇ ἐρήμω· τρώγεται καὶ νῦν ἔτι ὑπὸ τῶν πτωχῶν ἐν Ἰταλίᾳ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν ὡς τραγήματα, ἀλλὰ συνήθως δίδεται εἰς τοὺς χοίρους, διότι πιστεύεται ὅτι δίδει γλυκεῖάν τινα γεῦσιν εἰς τὴν σάρκα αὐτῶν. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 557.
Greek Monolingual
η (ΑΜ κερατέα)
η χαρουπιά
μσν.
χτύπημα με κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -ατος + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλέα, πορτοκαλέα)].
Greek Monotonic
κερατέα: ή -ία, ἡ, ξυλοκέρατο ή χαρουπιά (Αραβ. kharoob)· οι καρποί της, κεράτια, τά, ονομάζονται και ως «το ψωμί του Αγ. Ιωάννη», επειδή πιστευόταν ότι ήταν οι καρποί που έφαγε στην ερημιά, σε Καινή Διαθήκη