ὑπεκδύομαι: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(Bailly1_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypekdyomai | |Transliteration C=ypekdyomai | ||
|Beta Code=u(pekdu/omai | |Beta Code=u(pekdu/omai | ||
|Definition=Med., with aor. 2 and pf. Act., | |Definition=Med., with aor. 2 and pf. Act., [[slip out of]], [[escape]], c. acc., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν E. ''Cyc.''347, cf. Plu.2.170f, Opp.''H.''3.384, etc.: metaph., ὑπεκδυόμενοι τὴν Στοάν Phld.''Sto.Herc.''339.13: also c. gen., Plu.''Dem.''9: abs., ὑπεκδύς [[having slipped out]], [[Herodotus|Hdt.]]1.10, Plu.''Arat.''9, etc.; ὑπεκδέδυκα δεῦρ' ἔξω λάθρᾳ Men.''Epit.''483.—An Act. impf. [[ὑπεξέδυνε]] in Babr.4.4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑπεκδύσομαι, <i>ao.2</i> [[ὑπεξέδυν]];<br />se dégager <i>ou</i> s'échapper secrètement : τῆς πανηγύρεως PLUT de l'assemblée générale.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἐκδύομαι. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεκδύομαι:''' (aor. 2 [[ὑπεξέδυν]]) тайно уходить, убегать, ускользать (τι Eur., Plat. и τινος Plut.): ὑπεκδὺς καὶ ἀποδρὰς ἐκ τῆς πόλεως Plut. тайно бежав из города. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεκδύομαι''': Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ.· [[ὑπεκφεύγω]], μετ’ αἰτ., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε Εὐρ. Κύκλ. 347, πρβλ. Πλούτ. 2. 170F, κλπ.· [[ὡσαύτως]] | |lstext='''ὑπεκδύομαι''': Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ.· [[ὑπεκφεύγω]], μετ’ αἰτ., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε Εὐρ. Κύκλ. 347, πρβλ. Πλούτ. 2. 170F, κλπ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., ὑπεκδῦναι τῆς πανηγύρεως Πλουτ. Δημ. 9· τοῦτον τὸν τρόπον [[ὑπεκδύομαι]] Ὁππ. Ἁλ. 3, 569· ἀπολ., ὑπεκδύς, ὑπεκφυγών, Ἡρόδ. 1. 10, Πλουτ. Ἄρατ. 9, κλπ.· ― Φέρεται ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεκδύνω, ὑπεξέδυνε δικτύου πολυτρήτου Βάβρ. 4. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και μτγ<br />ενεργ. τ. [[ὑπεκδύνω]] Α<br />[[υπεκφεύγω]], [[αποφεύγω]] επιτήδεια («πόνους... Τρωικοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκδύομαι</i> «γδύνομαι, [[διαφεύγω]]»]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''ὑπεκδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, [[ξεφεύγω]], [[ξεγλιστρώ]], [[υπεκφεύγω]], [[δραπετεύω]], το [[σκάω]], με αιτ., σε Ευρ.· με γεν., σε Πλούτ.· απόλ., <i>ὑπεκδύς</i>, αυτός που έχει ξεφύγει, υπεκφύγει, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />Mid., with aor2 act., to [[slip]] out of, [[escape]], c. acc., Eur.; c. gen., Plut.; absol., ὑπεκδύς having slipped out, Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:04, 4 September 2023
English (LSJ)
Med., with aor. 2 and pf. Act., slip out of, escape, c. acc., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν E. Cyc.347, cf. Plu.2.170f, Opp.H.3.384, etc.: metaph., ὑπεκδυόμενοι τὴν Στοάν Phld.Sto.Herc.339.13: also c. gen., Plu.Dem.9: abs., ὑπεκδύς having slipped out, Hdt.1.10, Plu.Arat.9, etc.; ὑπεκδέδυκα δεῦρ' ἔξω λάθρᾳ Men.Epit.483.—An Act. impf. ὑπεξέδυνε in Babr.4.4.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπεκδύσομαι, ao.2 ὑπεξέδυν;
se dégager ou s'échapper secrètement : τῆς πανηγύρεως PLUT de l'assemblée générale.
Étymologie: ὑπό, ἐκδύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκδύομαι: (aor. 2 ὑπεξέδυν) тайно уходить, убегать, ускользать (τι Eur., Plat. и τινος Plut.): ὑπεκδὺς καὶ ἀποδρὰς ἐκ τῆς πόλεως Plut. тайно бежав из города.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκδύομαι: Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ.· ὑπεκφεύγω, μετ’ αἰτ., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε Εὐρ. Κύκλ. 347, πρβλ. Πλούτ. 2. 170F, κλπ.· ὡσαύτως μετὰ γεν., ὑπεκδῦναι τῆς πανηγύρεως Πλουτ. Δημ. 9· τοῦτον τὸν τρόπον ὑπεκδύομαι Ὁππ. Ἁλ. 3, 569· ἀπολ., ὑπεκδύς, ὑπεκφυγών, Ἡρόδ. 1. 10, Πλουτ. Ἄρατ. 9, κλπ.· ― Φέρεται ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεκδύνω, ὑπεξέδυνε δικτύου πολυτρήτου Βάβρ. 4. 4.
Greek Monolingual
και μτγ
ενεργ. τ. ὑπεκδύνω Α
υπεκφεύγω, αποφεύγω επιτήδεια («πόνους... Τρωικοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκδύομαι «γδύνομαι, διαφεύγω»].
Greek Monotonic
ὑπεκδύομαι: Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, υπεκφεύγω, δραπετεύω, το σκάω, με αιτ., σε Ευρ.· με γεν., σε Πλούτ.· απόλ., ὑπεκδύς, αυτός που έχει ξεφύγει, υπεκφύγει, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
Mid., with aor2 act., to slip out of, escape, c. acc., Eur.; c. gen., Plut.; absol., ὑπεκδύς having slipped out, Hdt.