ἀσχάλλω: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(Bailly1_1)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἤσχαλλον, <i>f.</i> [[ἀσχαλῶ]];<br />se fâcher, s’irriter ; avec un part., de faire qch.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. de *ἄσχαλος, de ἀ et de [[ἔχω]], « qui ne peut supporter, qui ne peut se retenir », avec suff. -αλος.
|btext=<i>impf.</i> ἤσχαλλον, <i>f.</i> [[ἀσχαλῶ]];<br />se fâcher, s'irriter ; avec un part., de faire qch.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. de *ἄσχαλος, de ἀ et de [[ἔχω]], « qui ne peut supporter, qui ne peut se retenir », avec suff. -αλος.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[be impatient]], [[be vexed]], [[fret]]; [[with]] causal gen. (Od. 19.159, 534), [[also]] [[with]] [[part]]., Od. 1.304, Od. 2.193 ; γέροντα μαγις [[ἔχον]] ἀσχαλόωντό, ‘[[beside]] [[himself]]’ [[with]] [[grief]], Il. 22.412.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> gener. en pres. o impf. excepto fut. ἀσχαλεῖ A.<i>Pr</i>.764, cf. tb. [[ἀσχαλάω]]<br />[[estar enfadado]], [[estar irritado]], [[estar afligido]] por c. part. pred. θωὴν ... ἥν κ' ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλλῃς <i>Od</i>.2.193, μοῦνος ἐὼν ἤσχαλλε ref. a Éaco, Hes.<i>Fr</i>.205.3, ἀσχάλλει πεσών E.<i>Fr</i>.285.10, [[ἀνάγκη]] τοὺς Ἀργείους θεωροῦντας τὸ γινόμενον ἀσχάλλειν Plb.2.64.3, c. gen. abs. μηδὲν [[ἄγαν]] ἄσχαλλε ταρασσομένων πολιητέων no te aflijas demasiado porque los ciudadanos estén alborotados</i> Thgn.219, c. dat. instrum. γαμεῖ γάμον τοιοῦτον ᾧ ποτ' ἀσχαλεῖ A.<i>Pr</i>.764, ἀσχάλλων τῇ τραχύτητι X.<i>Eq</i>.10.6, τοῖς ὑποκειμένοις ἀσχάλλοντες Plb.11.29.1, cf. 32.11.8, τῇ διατριβῇ M.Ant.5.10.2, ἀργοῦντι τῷ πολέμῳ Plu.2.26c, c. ac. de rel. θάνατον ἀσχάλλων πατρῷον E.<i>Or</i>.785, c. ἐπί y dat. ἐπὶ τῷ διδόναι δίκην ἀσχάλλειν D.21.125, ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν ἐλαττώμασι Plb.16.28.8, c. πρός y ac. ἀσχάλλων πρὸς τὴν οἰκουρίαν Longus 3.8.1, c. gen. abs. ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ὡς ἐκλυομένης τῆς ἀκροάσεως Philostr.<i>VS</i> 571<br /><b class="num">•</b>abs. ἀσχάλλοις δ' ἴσως pero también podrías afligirte</i> S.<i>OT</i> 937, ἤδη ὁ Δαρεῖός τε ἤσχαλλε Hdt.3.152, cf. 9.117, Call.<i>Fr</i>.110.76, D.C.44.9.3, Plu.2.77c, Hdn.63.1, Aristaenet.1.15.64, Cyr.Al.M.77.825C, Thdt.<i>H.Rel</i>.1.14.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Denom. de *ἄσχαλος compuesto de [[ἀ-]] priv. y la raíz de *<i>segh</i>- de ἔχω, q.u.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσχάλλω]] και ἀσχαλῶ (-άω) (Α)·1. στενοχωριέμαι, [[δυσανασχετώ]], [[αδημονώ]]<br /><b>2.</b> [[θρηνώ]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[διστάζω]], [[είμαι]] [[επιφυλακτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. το ρ. [[ασχάλλω]] προέρχεται από <i>άσχαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> θ. αορ. <i>σχ</i>-<i>ειν</i> του ρ. <i>έχω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλος</i>) «αυτός που δεν μπορεί να (συγ)κρατηθεί, να αντέξει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσχάλλω:''' μέλ. <i>-ᾰλῶ</i>, = [[ἀσχαλάω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>τινι</i>, για [[κάτι]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>τι</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσχάλλω:'''<br /><b class="num">1</b> [[сердиться]], [[досадовать]] (Hom., Anacr., Soph., Plut.; τινί Xen., Polyb., Plut. и ἐπί τινι Dem., Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[скорбеть]], [[оплакивать]] (θάνατον πατρῷον Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[ἀσχαλάω]]<br />to be vexed at a [[thing]], Aesch., Eur.; τι Eur.
}}
}}

Latest revision as of 17:50, 25 November 2022

German (Pape)

[Seite 382] (aus ἀσχαλιὠ), 1) dasselbe; θωήν, ἥν κ' ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλλῃς Od. 2, 193; absol., Soph. O. R. 937; Anacr. 12, 14; in Prosa, absol., Her. 3, 152. 9, 117 u. Sp.; τινί, Men. de re equ. 10, 6; Pol. 11, 29; ἐπί τινι, Dem. 21, 125; Pol. 16, 22 u. öfter. – 2) betrauern, θάνατον Eur. Or. 783.

French (Bailly abrégé)

impf. ἤσχαλλον, f. ἀσχαλῶ;
se fâcher, s'irriter ; avec un part., de faire qch.
Étymologie: DELG prob. de *ἄσχαλος, de ἀ et de ἔχω, « qui ne peut supporter, qui ne peut se retenir », avec suff. -αλος.

English (Autenrieth)

be impatient, be vexed, fret; with causal gen. (Od. 19.159, 534), also with part., Od. 1.304, Od. 2.193 ; γέροντα μαγις ἔχον ἀσχαλόωντό, ‘beside himselfwith grief, Il. 22.412.

Spanish (DGE)

• Morfología: gener. en pres. o impf. excepto fut. ἀσχαλεῖ A.Pr.764, cf. tb. ἀσχαλάω
estar enfadado, estar irritado, estar afligido por c. part. pred. θωὴν ... ἥν κ' ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλλῃς Od.2.193, μοῦνος ἐὼν ἤσχαλλε ref. a Éaco, Hes.Fr.205.3, ἀσχάλλει πεσών E.Fr.285.10, ἀνάγκη τοὺς Ἀργείους θεωροῦντας τὸ γινόμενον ἀσχάλλειν Plb.2.64.3, c. gen. abs. μηδὲν ἄγαν ἄσχαλλε ταρασσομένων πολιητέων no te aflijas demasiado porque los ciudadanos estén alborotados Thgn.219, c. dat. instrum. γαμεῖ γάμον τοιοῦτον ᾧ ποτ' ἀσχαλεῖ A.Pr.764, ἀσχάλλων τῇ τραχύτητι X.Eq.10.6, τοῖς ὑποκειμένοις ἀσχάλλοντες Plb.11.29.1, cf. 32.11.8, τῇ διατριβῇ M.Ant.5.10.2, ἀργοῦντι τῷ πολέμῳ Plu.2.26c, c. ac. de rel. θάνατον ἀσχάλλων πατρῷον E.Or.785, c. ἐπί y dat. ἐπὶ τῷ διδόναι δίκην ἀσχάλλειν D.21.125, ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν ἐλαττώμασι Plb.16.28.8, c. πρός y ac. ἀσχάλλων πρὸς τὴν οἰκουρίαν Longus 3.8.1, c. gen. abs. ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ὡς ἐκλυομένης τῆς ἀκροάσεως Philostr.VS 571
abs. ἀσχάλλοις δ' ἴσως pero también podrías afligirte S.OT 937, ἤδη ὁ Δαρεῖός τε ἤσχαλλε Hdt.3.152, cf. 9.117, Call.Fr.110.76, D.C.44.9.3, Plu.2.77c, Hdn.63.1, Aristaenet.1.15.64, Cyr.Al.M.77.825C, Thdt.H.Rel.1.14.
• Etimología: Denom. de *ἄσχαλος compuesto de ἀ- priv. y la raíz de *segh- de ἔχω, q.u.

Greek Monolingual

ἀσχάλλω και ἀσχαλῶ (-άω) (Α)·1. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ
2. θρηνώ για κάτι
3. διστάζω, είμαι επιφυλακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. το ρ. ασχάλλω προέρχεται από άσχαλος (< α- στερ. + θ. αορ. σχ-ειν του ρ. έχω + κατάλ. -αλος) «αυτός που δεν μπορεί να (συγ)κρατηθεί, να αντέξει»].

Greek Monotonic

ἀσχάλλω: μέλ. -ᾰλῶ, = ἀσχαλάω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τινι, για κάτι, σε Αισχύλ., Ευρ.· τι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσχάλλω:
1 сердиться, досадовать (Hom., Anacr., Soph., Plut.; τινί Xen., Polyb., Plut. и ἐπί τινι Dem., Polyb.);
2 скорбеть, оплакивать (θάνατον πατρῷον Eur.).

Middle Liddell

= ἀσχαλάω
to be vexed at a thing, Aesch., Eur.; τι Eur.