βωμολόχευμα: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(Bailly1_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vomolochevma
|Transliteration C=vomolochevma
|Beta Code=bwmolo/xeuma
|Beta Code=bwmolo/xeuma
|Definition=ατος, τό, only in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ribald jests</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>902</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pax</span> 748</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, only in plural, [[ribald jests]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''902, ''Pax'' 748.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[bufonada]] Ar.<i>Eq</i>.902, <i>Pax</i> 748.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0469.png Seite 469]] τό, Possenreißerei, Kriecherei, Ar. Equ. 899 Pax 732, Schol. [[κολάκευμα]], βωμολόχα σκώμματα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0469.png Seite 469]] τό, Possenreißerei, Kriecherei, Ar. Equ. 899 Pax 732, Schol. [[κολάκευμα]], βωμολόχα σκώμματα.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[trait de moquerie bouffonne]].<br />'''Étymologie:''' [[βωμολοχεύομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βωμολόχευμα]] -ατος, τό [[βωμολοχεύομαι]] alleen plur. lolbroekerij, fratsen.
}}
{{elru
|elrutext='''βωμολόχευμα:''' ατος τό шутовская выходка, шутовство Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βωμολόχευμα''': τό, [[κολακεία]], μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν [[σκῶμμα]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.
|lstext='''βωμολόχευμα''': τό, [[κολακεία]], μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν [[σκῶμμα]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ατος (τό) :<br />trait de moquerie bouffonne.<br />'''Étymologie:''' [[βωμολοχεύομαι]].
|mltxt=[[βωμολόχευμα]], το (Α) [[βωμολοχεύομαι]]<br />(μόνο στον πληθ.) άσεμνα αστεία, αισχρολογίες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βωμολόχευμα:''' -ατος, τό, [[μέρος]] ποταπής κολακείας· στον πληθ., χαμερπείς κολακείες, φαύλοι και απρεπείς αστεϊσμοί, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βωμολοχεύομαι]]<br />a [[piece]] of low [[flattery]], in plural [[base]] flatteries, [[ribald]] jests, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολόχευμα Medium diacritics: βωμολόχευμα Low diacritics: βωμολόχευμα Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΕΥΜΑ
Transliteration A: bōmolócheuma Transliteration B: bōmolocheuma Transliteration C: vomolochevma Beta Code: bwmolo/xeuma

English (LSJ)

-ατος, τό, only in plural, ribald jests, Ar.Eq.902, Pax 748.

Spanish (DGE)

-ματος, τό bufonada Ar.Eq.902, Pax 748.

German (Pape)

[Seite 469] τό, Possenreißerei, Kriecherei, Ar. Equ. 899 Pax 732, Schol. κολάκευμα, βωμολόχα σκώμματα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de moquerie bouffonne.
Étymologie: βωμολοχεύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωμολόχευμα -ατος, τό βωμολοχεύομαι alleen plur. lolbroekerij, fratsen.

Russian (Dvoretsky)

βωμολόχευμα: ατος τό шутовская выходка, шутовство Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολόχευμα: τό, κολακεία, μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν σκῶμμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.

Greek Monolingual

βωμολόχευμα, το (Α) βωμολοχεύομαι
(μόνο στον πληθ.) άσεμνα αστεία, αισχρολογίες.

Greek Monotonic

βωμολόχευμα: -ατος, τό, μέρος ποταπής κολακείας· στον πληθ., χαμερπείς κολακείες, φαύλοι και απρεπείς αστεϊσμοί, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from βωμολοχεύομαι
a piece of low flattery, in plural base flatteries, ribald jests, Ar.