περιληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periliptikos
|Transliteration C=periliptikos
|Beta Code=perilhptiko/s
|Beta Code=perilhptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that may be taken hold of</b>, of loose skin, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span> 719b6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">comprehending</b>, i.e. <b class="b2">understanding</b>, π. τρόπος <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Nat.</span>28.2</span>. Adv. -<b class="b3">κῶς</b> <b class="b2">with comprehension</b>, ib.<span class="bibl">7</span>, prob. in <span class="bibl">Id.<span class="title">Ep.</span>1p.6U.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">comprehending, including</b> (as the greater the less), τινος Plu. 2.428d, cf. 1003d, etc.; πάντων <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>40.13</span> (v.l.), cf. <span class="bibl">285.4</span>; τὸ καθολικὸν π. τῶν ἐπὶ μέρους <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>11.9</span>, cf. <span class="bibl">7.143</span>: Comp. -ώτερος <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>143</span> : Sup.-ώτατος <span class="bibl">Id.<span class="title">in Prm.</span>p.858S.</span>; <b class="b2">collective</b>, ὄνομα <span class="bibl">D.T. 637.13</span>, <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Fig.</span>p.87S.</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>264.45</span>; <b class="b3">σχῆμα</b>, in Rhet., Ulp.ad <span class="bibl">D.23.63</span>.</span>
|Definition=περιληπτική, περιληπτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[that may be taken hold of]], of loose skin, Arist.''GA'' 719b6.<br><span class="bld">II</span> [[comprehending]], i.e. [[understanding]], π. τρόπος Epicur. ''Nat.''28.2. Adv. [[περιληπτικῶς]] = [[with comprehension]], ib.7, prob. in Id.''Ep.''1p.6U.<br><span class="bld">2</span> [[comprehending]], [[including]] (as the greater the less), τινος Plu. 2.428d, cf. 1003d, etc.; πάντων A.D.''Synt.''40.13 ([[varia lectio|v.l.]]), cf. 285.4; τὸ καθολικὸν π. τῶν ἐπὶ μέρους S.E.''M.''11.9, cf. 7.143: Comp. περιληπτικώτερος Procl.''Inst.''143: Sup.περιληπτικώτατος Id.''in Prm.''p.858S.; [[collective]], ὄνομα D.T. 637.13, Hdn.''Fig.''p.87S., ''EM''264.45; [[σχῆμα]], in Rhet., Ulp.ad D.23.63.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0582.png Seite 582]] ή, όν, zum Umfassen, Zusammennehmen geschickt, geneigt; Arist. gen. an. 1, 12; Plut. Bei den Gramm. = collectivus, ὀνόματα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0582.png Seite 582]] ή, όν, zum Umfassen, Zusammennehmen geschickt, geneigt; Arist. gen. an. 1, 12; Plut. Bei den Gramm. = collectivus, ὀνόματα.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de comprendre, d'embrasser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περιλαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιληπτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[могущий быть обхваченным или за который можно ухватиться]] ([[δέρμα]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[содержащий в себе]], [[объемлющий]] (ἡ τοῦ δωδεκαέδρου [[φύσις]] περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων Plut.);<br /><b class="num">3</b> грам. [[собирательный]] ([[ὄνομα]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιληπτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ περιλάβῃ τι. ὅσοις δ’ ἡ τοῦ δέρματος [[φύσις]] ἐναντιοῦται διὰ σκληρότητα πρὸς τὸ μὴ περιληπτικὴν [[εἶναι]] [[μηδὲ]] μαλθακὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 3, ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων, περιέχων, ἡ δὲ τοῦ δωδεκαέδρου [[φύσις]] περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων οὖσα Πλούτ. 2. 428D, πρβλ. 1003D, κτλ.· ὁ πολλὰ περιλαμβάνων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 143· περιληπτικὸν [[ὄνομα]] Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.· πρβλ. [[περίληψις]]. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802, κτλ.
|lstext='''περιληπτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ περιλάβῃ τι. ὅσοις δ’ ἡ τοῦ δέρματος [[φύσις]] ἐναντιοῦται διὰ σκληρότητα πρὸς τὸ μὴ περιληπτικὴν [[εἶναι]] [[μηδὲ]] μαλθακὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 3, ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων, περιέχων, ἡ δὲ τοῦ δωδεκαέδρου [[φύσις]] περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων οὖσα Πλούτ. 2. 428D, πρβλ. 1003D, κτλ.· ὁ πολλὰ περιλαμβάνων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 143· περιληπτικὸν [[ὄνομα]] Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.· πρβλ. [[περίληψις]]. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de comprendre, d’embrasser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περιλαμβάνω]].
|mltxt=-ή, -ό / [[περιληπτικός]], -ή, -ον, ΝΑ [[περιλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει [[μέσα]] του [[πολλά]] σε [[σχέση]] με την [[μορφή]] του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιληπτικό όνομα»<br /><b>γραμμ.</b> το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει [[πλήθος]] τών όμοιων σε συγκροτημένη [[ενότητα]] και ως ενιαίο [[σύνολο]] προσώπων ή πραγμάτων, όπως λ.χ. οι λέξεις [[κόσμος]], [[λαός]], [[στρατός]], [[οικογένεια]] κ.ά., και για τον λόγο αυτό συντάσσεται ορισμένες φορές με πληθυντικό αριθμό, [[κατά]] [[παράβαση]] τών σχετικών συντακτικών κανόνων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για γραπτό ή προφορικό λόγο) αυτός που σε λίγες λέξεις περιέχει [[πολλά]] νοήματα<br /><b>2.</b> αυτός που γράφεται ή εκφέρεται σε [[περίληψη]], [[βραχυλογικός]] («περιληπτική εξιστόρηση τών γεγονότων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευνόητος]], [[καταληπτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιλαμβάνει, που περιέχει [[κάτι]], [[περιεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιληπτικώς</i> / <i>περιληπτικῶς</i>, ΝΑ, και <i>περιληπτικά</i> Ν<br />με [[λίγα]] [[λόγια]], [[κατά]] [[περίληψη]], σε [[περίληψη]].
}}
}}

Latest revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιληπτικός Medium diacritics: περιληπτικός Low diacritics: περιληπτικός Capitals: ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perilēptikós Transliteration B: perilēptikos Transliteration C: periliptikos Beta Code: perilhptiko/s

English (LSJ)

περιληπτική, περιληπτικόν,
A that may be taken hold of, of loose skin, Arist.GA 719b6.
II comprehending, i.e. understanding, π. τρόπος Epicur. Nat.28.2. Adv. περιληπτικῶς = with comprehension, ib.7, prob. in Id.Ep.1p.6U.
2 comprehending, including (as the greater the less), τινος Plu. 2.428d, cf. 1003d, etc.; πάντων A.D.Synt.40.13 (v.l.), cf. 285.4; τὸ καθολικὸν π. τῶν ἐπὶ μέρους S.E.M.11.9, cf. 7.143: Comp. περιληπτικώτερος Procl.Inst.143: Sup.περιληπτικώτατος Id.in Prm.p.858S.; collective, ὄνομα D.T. 637.13, Hdn.Fig.p.87S., EM264.45; σχῆμα, in Rhet., Ulp.ad D.23.63.

German (Pape)

[Seite 582] ή, όν, zum Umfassen, Zusammennehmen geschickt, geneigt; Arist. gen. an. 1, 12; Plut. Bei den Gramm. = collectivus, ὀνόματα.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a la propriété de comprendre, d'embrasser, gén..
Étymologie: περιλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

περιληπτικός:
1 могущий быть обхваченным или за который можно ухватиться (δέρμα Arst.);
2 содержащий в себе, объемлющий (ἡ τοῦ δωδεκαέδρου φύσις περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων Plut.);
3 грам. собирательный (ὄνομα).

Greek (Liddell-Scott)

περιληπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ περιλάβῃ τι. ὅσοις δ’ ἡ τοῦ δέρματος φύσις ἐναντιοῦται διὰ σκληρότητα πρὸς τὸ μὴ περιληπτικὴν εἶναι μηδὲ μαλθακὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 3, ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων, περιέχων, ἡ δὲ τοῦ δωδεκαέδρου φύσις περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων οὖσα Πλούτ. 2. 428D, πρβλ. 1003D, κτλ.· ὁ πολλὰ περιλαμβάνων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 143· περιληπτικὸν ὄνομα Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.· πρβλ. περίληψις. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιληπτικός, -ή, -ον, ΝΑ περιλαμβάνω
1. αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει μέσα του πολλά σε σχέση με την μορφή του
2. φρ. «περιληπτικό όνομα»
γραμμ. το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει πλήθος τών όμοιων σε συγκροτημένη ενότητα και ως ενιαίο σύνολο προσώπων ή πραγμάτων, όπως λ.χ. οι λέξεις κόσμος, λαός, στρατός, οικογένεια κ.ά., και για τον λόγο αυτό συντάσσεται ορισμένες φορές με πληθυντικό αριθμό, κατά παράβαση τών σχετικών συντακτικών κανόνων
νεοελλ.
1. (για γραπτό ή προφορικό λόγο) αυτός που σε λίγες λέξεις περιέχει πολλά νοήματα
2. αυτός που γράφεται ή εκφέρεται σε περίληψη, βραχυλογικός («περιληπτική εξιστόρηση τών γεγονότων»)
αρχ.
1. ευνόητος, καταληπτός
2. αυτός που περιλαμβάνει, που περιέχει κάτι, περιεκτικός.
επίρρ...
περιληπτικώς / περιληπτικῶς, ΝΑ, και περιληπτικά Ν
με λίγα λόγια, κατά περίληψη, σε περίληψη.