μετατρέχω: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metatrecho
|Transliteration C=metatrecho
|Beta Code=metatre/xw
|Beta Code=metatre/xw
|Definition=fut. -<b class="b3">θρέξομαι</b>: aor. -έδρᾰμον:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">run and fetch</b>, <b class="b3">βούλει Διοπείθη μεταδράμω</b>; <span class="bibl">Phryn.Com.9</span>; <b class="b3">οὔκουν παρ' Ἀθηναίων μεταθρέξει</b>; you <b class="b2">run and get</b> it from the A., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>261</span>; <b class="b2">run after, seek</b>, τι <span class="bibl">Ph.1.576</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">change one's abode</b>, <b class="b3">πρὸς τὴν ἀνδρωνῖτιν ἑστίαν</b> ib.<span class="bibl">365</span>.</span>
|Definition=fut. μεταθρέξομαι: aor. -έδρᾰμον:—<br><span class="bld">A</span> [[run and fetch]], <b class="b3">βούλει Διοπείθη μεταδράμω</b>; Phryn.Com.9; <b class="b3">οὔκουν παρ' Ἀθηναίων μεταθρέξει</b>; you [[run and get]] it from the A., Ar.''Pax''261; [[run after]], [[seek]], τι Ph.1.576, al.<br><span class="bld">II</span> [[change one's abode]], <b class="b3">πρὸς τὴν ἀνδρωνῖτιν ἑστίαν</b> ib.365.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0155.png Seite 155]] (s. [[τρέχω]]), nachlaufen, um Etwas zu holen; παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει [[ταχύ]], Ar. Pax 261, hole es schnell von den Athenern; Phryn. com. bei Schol. Ar. Av. 989.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0155.png Seite 155]] (s. [[τρέχω]]), nachlaufen, um Etwas zu holen; παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει [[ταχύ]], Ar. Pax 261, hole es schnell von den Athenern; Phryn. com. bei Schol. Ar. Av. 989.
}}
{{bailly
|btext=[[courir après]], [[poursuivre]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[τρέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετατρέχω:''' [[бежать за]] (чем-л.), спешно доставать (τι [[παρά]] τινος Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετατρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι: ἀόρ. -έδρᾰμον· -[[τρέχω]] ἵνα ἀγάγω τινὰ ἢ νὰ [[φέρω]] τι, βούλει Διοπείθη διαδράμω καὶ τύμπανα; Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κρόνῳ» 1· [[οὔκουν]] παρ’ Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει (ἀλετρίβανον) ταχύ; δὲν θὰ τρέξῃς [[ταχέως]] νὰ λάβῃς παρὰ τῶν Ἀθηναίων γουδοχέρι; Ἀριστοφ. Εἰρ. 261.
|lstext='''μετατρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι: ἀόρ. -έδρᾰμον· -[[τρέχω]] ἵνα ἀγάγω τινὰ ἢ νὰ [[φέρω]] τι, βούλει Διοπείθη διαδράμω καὶ τύμπανα; Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κρόνῳ» 1· [[οὔκουν]] παρ’ Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει (ἀλετρίβανον) ταχύ; δὲν θὰ τρέξῃς [[ταχέως]] νὰ λάβῃς παρὰ τῶν Ἀθηναίων γουδοχέρι; Ἀριστοφ. Εἰρ. 261.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=courir après, poursuivre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[τρέχω]].
|mltxt=[[μετατρέχω]] (ΑΜ)<br />[[τρέχω]] [[πίσω]] από [[κάτι]], [[ζητώ]], [[αναζητώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξανατρέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρέχω]] για να [[φέρω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] [[κατοικία]], [[μετοικώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετατρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>, [[τρέχω]] το κατόπι, [[οὔκουν]] παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; θα τρέξεις και θα το [[πάρεις]] από τους Αθηναίους, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -θρέξομαι aor2 -έδρᾰμον<br />to run [[after]], [[οὔκουν]] παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; you run and get it from the Athenians, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετατρέχω Medium diacritics: μετατρέχω Low diacritics: μετατρέχω Capitals: ΜΕΤΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: metatréchō Transliteration B: metatrechō Transliteration C: metatrecho Beta Code: metatre/xw

English (LSJ)

fut. μεταθρέξομαι: aor. -έδρᾰμον:—
A run and fetch, βούλει Διοπείθη μεταδράμω; Phryn.Com.9; οὔκουν παρ' Ἀθηναίων μεταθρέξει; you run and get it from the A., Ar.Pax261; run after, seek, τι Ph.1.576, al.
II change one's abode, πρὸς τὴν ἀνδρωνῖτιν ἑστίαν ib.365.

German (Pape)

[Seite 155] (s. τρέχω), nachlaufen, um Etwas zu holen; παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει ταχύ, Ar. Pax 261, hole es schnell von den Athenern; Phryn. com. bei Schol. Ar. Av. 989.

French (Bailly abrégé)

courir après, poursuivre.
Étymologie: μετά, τρέχω.

Russian (Dvoretsky)

μετατρέχω: бежать за (чем-л.), спешно доставать (τι παρά τινος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μετατρέχω: μέλλ. -θρέξομαι: ἀόρ. -έδρᾰμον· -τρέχω ἵνα ἀγάγω τινὰ ἢ νὰ φέρω τι, βούλει Διοπείθη διαδράμω καὶ τύμπανα; Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κρόνῳ» 1· οὔκουν παρ’ Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει (ἀλετρίβανον) ταχύ; δὲν θὰ τρέξῃς ταχέως νὰ λάβῃς παρὰ τῶν Ἀθηναίων γουδοχέρι; Ἀριστοφ. Εἰρ. 261.

Greek Monolingual

μετατρέχω (ΑΜ)
τρέχω πίσω από κάτι, ζητώ, αναζητώ
μσν.
1. ξανατρέχω
αρχ.
1. τρέχω για να φέρω κάποιον ή κάτι
2. αλλάζω κατοικία, μετοικώ.

Greek Monotonic

μετατρέχω: μέλ. -θρέξομαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον, τρέχω το κατόπι, οὔκουν παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; θα τρέξεις και θα το πάρεις από τους Αθηναίους, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -θρέξομαι aor2 -έδρᾰμον
to run after, οὔκουν παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; you run and get it from the Athenians, Ar.