καταλοάω: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataloao
|Transliteration C=kataloao
|Beta Code=kataloa/w
|Beta Code=kataloa/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">crush in pieces, make an end of</b>, c. acc., <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.1.31</span>, <span class="bibl">Aeschin.2.140</span>:—Pass., κατηλόηται <span class="bibl">Eub.15.5</span>; τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος <span class="bibl">Luc.<span class="title">Icar.</span>15</span>; cf. [[καταλοιάω]].</span>
|Definition=[[crush in pieces]], [[make an end of]], c. acc., [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.1.31, Aeschin.2.140:—Pass., κατηλόηται Eub.15.5; τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.''Icar.''15; cf. [[καταλοιάω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] (s. [[ἀλοάω]]), zerdreschen, zermakmen, zerprügeln; Eubul. Ath. XIV, 622 e; τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Xen. Cyr. 7, 1, 31; τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Aesch. 2, 140; κατηλοημένος τὴν ὀφρύν Luc. Icarom. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] (s. [[ἀλοάω]]), zerdreschen, zermakmen, zerprügeln; Eubul. Ath. XIV, 622 e; τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Xen. Cyr. 7, 1, 31; τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Aesch. 2, 140; κατηλοημένος τὴν ὀφρύν Luc. Icarom. 15.
}}
{{bailly
|btext=-οῶ;<br />écraser sur l'aire ; <i>fig.</i> [[abîmer]], [[rouer de coups]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀλοάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-αλοάω verbrijzelen, vertrappen.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰλοάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[растаптывать]], [[раздавливать]] (τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[поражать]], [[ранить]] (σκύφῳ χρυσῷ τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[умерщвлять]], [[убивать]] (τοὺς ὁμήρους Aeschin., Plut.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰλοάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σπάω]] σε κομμάτια, [[τελειώνω]], σε Ξεν., Αισχίν.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰλοάω''': μέλλ. -ήσω, κατασυντρίβω εἰς τεμάχια, ὡς ἐν τῷ ἁλωνίῳ, [[ἁλωνίζω]], «στουμπίζω», συντελῶ, τελειώνω, μετ’ αἰτιατ., τῇ ρύμῃ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31, τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Αἰσχίν. 46. 36.- Παθ., κατηλόηται, κατατέτριπται, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.»1. 5 τὴν ὀφρῦν κατηλοημένος Λουκ. Ἰκαρ. 15· («οὐχὶ [[ἁπλῶς]] [[κτείνω]], ἀλλὰ ξύλοις παίων· ἀφ’ ὧν καὶ [[πατραλοίας]] ὁ τὸν πατέρα κτείνων» Φώτ. 149, 9).
|lstext='''κατᾰλοάω''': μέλλ. -ήσω, κατασυντρίβω εἰς τεμάχια, ὡς ἐν τῷ ἁλωνίῳ, [[ἁλωνίζω]], «στουμπίζω», συντελῶ, τελειώνω, μετ’ αἰτιατ., τῇ ρύμῃ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31, τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Αἰσχίν. 46. 36.- Παθ., κατηλόηται, κατατέτριπται, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.»1. 5 τὴν ὀφρῦν κατηλοημένος Λουκ. Ἰκαρ. 15· («οὐχὶ [[ἁπλῶς]] [[κτείνω]], ἀλλὰ ξύλοις παίων· ἀφ’ ὧν καὶ [[πατραλοίας]] ὁ τὸν πατέρα κτείνων» Φώτ. 149, 9).
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=-οῶ;<br />écraser sur l’aire ; <i>fig.</i> abîmer, rouer de coups.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀλοάω]].
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[crush]] in pieces, make an end of, Xen., Aeschin.
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰλοάω Medium diacritics: καταλοάω Low diacritics: καταλοάω Capitals: ΚΑΤΑΛΟΑΩ
Transliteration A: kataloáō Transliteration B: kataloaō Transliteration C: kataloao Beta Code: kataloa/w

English (LSJ)

crush in pieces, make an end of, c. acc., X.Cyr.7.1.31, Aeschin.2.140:—Pass., κατηλόηται Eub.15.5; τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.Icar.15; cf. καταλοιάω.

German (Pape)

[Seite 1361] (s. ἀλοάω), zerdreschen, zermakmen, zerprügeln; Eubul. Ath. XIV, 622 e; τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Xen. Cyr. 7, 1, 31; τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Aesch. 2, 140; κατηλοημένος τὴν ὀφρύν Luc. Icarom. 15.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
écraser sur l'aire ; fig. abîmer, rouer de coups.
Étymologie: κατά, ἀλοάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αλοάω verbrijzelen, vertrappen.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰλοάω:
1 растаптывать, раздавливать (τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας Xen.);
2 поражать, ранить (σκύφῳ χρυσῷ τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.);
3 умерщвлять, убивать (τοὺς ὁμήρους Aeschin., Plut.).

Greek Monotonic

κατᾰλοάω: μέλ. -ήσω, σπάω σε κομμάτια, τελειώνω, σε Ξεν., Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰλοάω: μέλλ. -ήσω, κατασυντρίβω εἰς τεμάχια, ὡς ἐν τῷ ἁλωνίῳ, ἁλωνίζω, «στουμπίζω», συντελῶ, τελειώνω, μετ’ αἰτιατ., τῇ ρύμῃ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31, τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Αἰσχίν. 46. 36.- Παθ., κατηλόηται, κατατέτριπται, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.»1. 5 τὴν ὀφρῦν κατηλοημένος Λουκ. Ἰκαρ. 15· («οὐχὶ ἁπλῶς κτείνω, ἀλλὰ ξύλοις παίων· ἀφ’ ὧν καὶ πατραλοίας ὁ τὸν πατέρα κτείνων» Φώτ. 149, 9).

Middle Liddell

fut. ήσω
to crush in pieces, make an end of, Xen., Aeschin.