λυμαντήρ: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(Bailly1_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lymantir | |Transliteration C=lymantir | ||
|Beta Code=lumanth/r | |Beta Code=lumanth/r | ||
|Definition= | |Definition=λυμαντῆρος, ὁ, [[spoiler]], [[destroyer]], φιλίας X.''Hier.''3.3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />[[destructeur]].<br />'''Étymologie:''' λυμαίνομαι. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], ῆρος, ὁ, <i>der [[Zerstörende]], [[Verletzende]]</i>, Xen. <i>Hier</i>. 3.3. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῡμαντήρ:''' ῆρος ὁ [[разрушитель]], [[нарушитель]] ([[φιλίας]] Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῡμαντήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, [[καταστροφεύς]], ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3. | |lstext='''λῡμαντήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, [[καταστροφεύς]], ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[λυμαντήρ]], ῆρος, ὁ (A)<br />[[λυμαίνω]]<br />[[αφανιστής]], [[καταστροφέας]], λυμεώνας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῡμαντήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[καταστροφέας]], αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει [[κάτι]], σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῡμαντήρ, ῆρος,<br />a [[spoiler]], [[destroyer]], Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:59, 25 August 2023
English (LSJ)
λυμαντῆρος, ὁ, spoiler, destroyer, φιλίας X.Hier.3.3.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: λυμαίνομαι.
German (Pape)
[ῡ], ῆρος, ὁ, der Zerstörende, Verletzende, Xen. Hier. 3.3.
Russian (Dvoretsky)
λῡμαντήρ: ῆρος ὁ разрушитель, нарушитель (φιλίας Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
λῡμαντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, καταστροφεύς, ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.
Greek Monolingual
λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A)
λυμαίνω
αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας.
Greek Monotonic
λῡμαντήρ: -ῆρος, ὁ, καταστροφέας, αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει κάτι, σε Ξεν.