μαντεύω: Difference between revisions

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>d'ord. au Moy.</i> [[μαντεύομαι]];<br />[[rendre des oracles]].<br />'''Étymologie:''' [[μάντις]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μαντεύω''': ἴδε [[μαντεύομαι]] ἐν τέλ.
|lstext='''μαντεύω''': ἴδε [[μαντεύομαι]] ἐν τέλ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>d’ord. au Moy.</i> [[μαντεύομαι]];<br />rendre des oracles.<br />'''Étymologie:''' [[μάντις]].
|mltxt=(AM [[μαντεύω]], Α και [[μαντεύομαι]], Μ και μαντεύγω) [[μάντης]]<br /><b>1.</b> [[προλέγω]] τα μέλλοντα ή [[αποκαλύπτω]] τα άγνωστα, [[χρησμοδοτώ]], [[προφητεύω]] (α. «τί μοι θάνατον μαντεύεται», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «φήμην ἀγαθὴν [[μαντεύομαι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εικάζω]], [[πιθανολογώ]], [[προμαντεύω]], [[προαισθάνομαι]] (α. «πώς το μάντεψες ότι θα έρθω;» β. «μαντεύεσθαι τὸ συμβησόμενον ἐκ τῶν εἰκότων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[μαντεύομαι]]<br />[[οσφραίνομαι]], [[ανιχνεύω]], [[αισθάνομαι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> συμβουλεύομαι το [[μαντείο]], [[ζητώ]] χρησμό («μαντευομένῳ ἐν Δελφοῖσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> (για θεό) [[δίνω]] χρησμό<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τὰ μεμαντευμένα</i><br />οι λόγοι του μαντείου, οι λέξεις τών) χρησμών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐμαντεύθη τινί» — δόθηκε [[χρησμός]] σε κάποιον.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[weissagen]]</i>, kommt nur bei Xenoph.Ephes. für das [[sonst]] gebräuchliche med. vor.
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 9 January 2023

French (Bailly abrégé)

d'ord. au Moy. μαντεύομαι;
rendre des oracles.
Étymologie: μάντις.

Greek (Liddell-Scott)

μαντεύω: ἴδε μαντεύομαι ἐν τέλ.

Greek Monolingual

(AM μαντεύω, Α και μαντεύομαι, Μ και μαντεύγω) μάντης
1. προλέγω τα μέλλοντα ή αποκαλύπτω τα άγνωστα, χρησμοδοτώ, προφητεύω (α. «τί μοι θάνατον μαντεύεται», Ομ. Ιλ.
β. «φήμην ἀγαθὴν μαντεύομαι», Πλάτ.)
2. εικάζω, πιθανολογώ, προμαντεύω, προαισθάνομαι (α. «πώς το μάντεψες ότι θα έρθω;» β. «μαντεύεσθαι τὸ συμβησόμενον ἐκ τῶν εἰκότων», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
1. μέσ. μαντεύομαι
οσφραίνομαι, ανιχνεύω, αισθάνομαι
2. μέσ. συμβουλεύομαι το μαντείο, ζητώ χρησμό («μαντευομένῳ ἐν Δελφοῖσι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. μέσ. (για θεό) δίνω χρησμό
2. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ μεμαντευμένα
οι λόγοι του μαντείου, οι λέξεις τών) χρησμών
3. φρ. «ἐμαντεύθη τινί» — δόθηκε χρησμός σε κάποιον.

German (Pape)

weissagen, kommt nur bei Xenoph.Ephes. für das sonst gebräuchliche med. vor.