ξερός: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] ion. u. ep. = [[ξηρός]], <b class="b2">trocken</b>; ῥόχθει γὰρ μέγα [[κῦμα]] ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, Od. 5, 402, d. i. gegen das trockene Festland; einzeln bei sp. D., wie Phani. 7 (VI, 304), ποτὶ ξερὸν ἐλθέ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] ion. u. ep. = [[ξηρός]], [[trocken]]; ῥόχθει γὰρ μέγα [[κῦμα]] ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, Od. 5, 402, d. i. gegen das trockene Festland; einzeln bei sp. D., wie Phani. 7 (VI, 304), ποτὶ ξερὸν ἐλθέ.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />sec : ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο OD vers la terre ferme.<br />'''Étymologie:''' ion. et épq., c. [[ξηρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξερός:''' эп.-ион. (= [[ξηρός]]) сухой: только в выраж. [[ποτὶ]] ξερὸν ἠπείροιο Hom. и [[ποτὶ]] [[ξερόν]] Anth. на сухой берег, на сушу.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξερός''': -ά, -όν, Ἰων. ἀντὶ [[ξηρός]], Ὅμ., μόνον [[ἅπαξ]], [[ποτὶ]] ξερὸν ἠπείροιο, [[ἀντί]], πρὸς ξερὰν ἤπειρον (ὡς, ἐπὶ δεξιὰ χειρός, [[ἀντί]], ἐπὶ δεξιὰν χεῖρα), Ὀδ. Ε. 402· οὕτω, [[ποτὶ]] ξερὸν ἐλθὲ Ἀνθ. Π. 6. 304, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ΄, 322· ἐπὶ ξερὸν Νικ. Θηρ. 704. (Συγγενὲς τῷ [[σχερός]], [[χέρσος]], Spitzn. Vers. Her. σ. 47).
|lstext='''ξερός''': -ά, -όν, Ἰων. ἀντὶ [[ξηρός]], Ὅμ., μόνον [[ἅπαξ]], [[ποτὶ]] ξερὸν ἠπείροιο, [[ἀντί]], πρὸς ξερὰν ἤπειρον (ὡς, ἐπὶ δεξιὰ χειρός, [[ἀντί]], ἐπὶ δεξιὰν χεῖρα), Ὀδ. Ε. 402· οὕτω, [[ποτὶ]] ξερὸν ἐλθὲ Ἀνθ. Π. 6. 304, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ΄, 322· ἐπὶ ξερὸν Νικ. Θηρ. 704. (Συγγενὲς τῷ [[σχερός]], [[χέρσος]], Spitzn. Vers. Her. σ. 47).
}}
}}
{{bailly
{{Autenrieth
|btext=ά, όν :<br />sec : ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο OD vers la terre ferme.<br />'''Étymologie:''' ion. et épq., c. [[ξηρός]].
|auten=[[dry]]; ξερὸν ἠπείροιο, ‘[[dry]] [[land]],’ Od. 5.402†.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, <br /><b>βλ.</b> [[ξηρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξερός:''' -ά, -όν, Ιων. αντί [[ξηρός]], [[ξερός]], [[στεγνός]], [[τραχύς]]· [[ποτὶ]] [[ξερόν]], στη χέρσα γη, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ξερός]], ή, όν [ionic for [[ξηρός]]<br />dry, [[ποτὶ]] [[ξερόν]] to the dry [[land]], Od., Anth.
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 278] ion. u. ep. = ξηρός, trocken; ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, Od. 5, 402, d. i. gegen das trockene Festland; einzeln bei sp. D., wie Phani. 7 (VI, 304), ποτὶ ξερὸν ἐλθέ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sec : ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο OD vers la terre ferme.
Étymologie: ion. et épq., c. ξηρός.

Russian (Dvoretsky)

ξερός: эп.-ион. (= ξηρός) сухой: только в выраж. ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο Hom. и ποτὶ ξερόν Anth. на сухой берег, на сушу.

Greek (Liddell-Scott)

ξερός: -ά, -όν, Ἰων. ἀντὶ ξηρός, Ὅμ., μόνον ἅπαξ, ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, ἀντί, πρὸς ξερὰν ἤπειρον (ὡς, ἐπὶ δεξιὰ χειρός, ἀντί, ἐπὶ δεξιὰν χεῖρα), Ὀδ. Ε. 402· οὕτω, ποτὶ ξερὸν ἐλθὲ Ἀνθ. Π. 6. 304, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ΄, 322· ἐπὶ ξερὸν Νικ. Θηρ. 704. (Συγγενὲς τῷ σχερός, χέρσος, Spitzn. Vers. Her. σ. 47).

English (Autenrieth)

dry; ξερὸν ἠπείροιο, ‘dry land,’ Od. 5.402†.

Greek Monolingual

-ή, -ό
βλ. ξηρός.

Greek Monotonic

ξερός: -ά, -όν, Ιων. αντί ξηρός, ξερός, στεγνός, τραχύς· ποτὶ ξερόν, στη χέρσα γη, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.

Middle Liddell

ξερός, ή, όν [ionic for ξηρός
dry, ποτὶ ξερόν to the dry land, Od., Anth.