ἀμβλυώσσω: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(4000) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amvlyosso | |Transliteration C=amvlyosso | ||
|Beta Code=a)mbluw/ssw | |Beta Code=a)mbluw/ssw | ||
|Definition=Att. ἀμβλυώττω, only in pres.: (ἀμβλύς): | |Definition=Att. [[ἀμβλυώττω]], only in pres.: ([[ἀμβλύς]]):—to [[be short-sighted]], [[have weak sight]], Hp.''Prorrh.''2.42, etc., [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 508c, al., ''Hp.Mi.''374d; <b class="b3">ἀ. πρὸς τὸ φῶς</b> to [[be dazzled]] by it, Luc. ''Cont.''1, cf. Jul.''Or.''5.163a; ἀ. τὰ τηλικαῦτα Luc. ''Tim.''27; τὸ τοῦ γήρως ἀμβλυῶττον Plu.2.13e. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br />[[tener la vista débil]], [[ver borroso o mal]] Hp.<i>Prog</i>.7, A.<i>Fr</i>.55.6, Pl.<i>R</i>.508c, 517d, Hp.<i>Mi</i>.374d, X.<i>Cyn</i>.5.27, Luc.<i>Herm</i>.20, Artern.1.26, τοῖς ὀφθαλμοῖς ἀμβλυώσσων <i>PSI</i> 1103.14 (III d.C.) en <i>BL</i> 4.89, cf. Hdn.Gr.2.446, Hsch.<br /><b class="num">•</b>c. constr. que indican la causa ὑπ' αὐτοῦ (νουσήματος) Hp.<i>Prorrh</i>.2.42, ὑπὸ [[γήρως]] Luc.<i>Icar</i>.6, τὸ τοῦ [[γήρως]] ἀμβλυῶττον Plu.2.13d<br /><b class="num">•</b>c. otras constr., πρὸς τὸ φῶς Luc.<i>Cont</i>.1, πρὸς τὰ γινόμενα Luc.<i>Tim</i>.2, τὰ τηλικαῦτα Luc.<i>Tim</i>.27. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />avoir la vue faible ; τὸ ἀμβλυῶττον PLUT faiblesse de la vue.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμβλύς]], [[ὤψ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμβλυώσσω:''' атт. [[ἀμβλυώττω]] Plat., Luc., Plut. = [[ἀμβλυωπέω]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀμβλυώσσω''': Ἀττ. -ττω, μόνον κατ’ ἐνεστ.: ([[ἀμβλύς]])· εἶμαι [[ἀμβλυωπός]], [[μύωψ]], «κοντόφθαλμος», ἔχω ἀσθενῆ τὴν ὅρασιν, Ἱππ. 168Η, 113Ε, κτλ., Πλάτ. Πολ. 508C, D, 516E, 517D, Ἱππ. Ἐλ. 347D· ἀμβλ. πρὸς τὸ φῶς = [[τυφλώττω]] πρὸς τὸ φῶς, ἐμπρὸς εἰς τὸ φῶς, Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 1: ἀλλ’ ἀμβλ. τὰ τηλικαῦτα ὁ αὐτ. Τίμ. 27· τὸ ἀμβλυῶττον = [[ἀμβλυωγμός]], Πλούτ. 2. 13Ε. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμβλυώσσω:''' Αττ. -ττω, μόνο στον ενεστ., ([[ἀμβλύς]]), έχω ασθενή όραση, είμαι μύωπας, [[κοντόφθαλμος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ἀμβλ. πρὸς τὸ [[φῶς]], είμαι [[τυφλός]] ως προς αυτό, σε Λουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀμβλύς]] only in pres.]<br />to be dim-sighted, Plat., etc.; ἀμβλ. πρὸς τὸ φῶς to be [[blind]] to it, Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
Att. ἀμβλυώττω, only in pres.: (ἀμβλύς):—to be short-sighted, have weak sight, Hp.Prorrh.2.42, etc., Pl.R. 508c, al., Hp.Mi.374d; ἀ. πρὸς τὸ φῶς to be dazzled by it, Luc. Cont.1, cf. Jul.Or.5.163a; ἀ. τὰ τηλικαῦτα Luc. Tim.27; τὸ τοῦ γήρως ἀμβλυῶττον Plu.2.13e.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
tener la vista débil, ver borroso o mal Hp.Prog.7, A.Fr.55.6, Pl.R.508c, 517d, Hp.Mi.374d, X.Cyn.5.27, Luc.Herm.20, Artern.1.26, τοῖς ὀφθαλμοῖς ἀμβλυώσσων PSI 1103.14 (III d.C.) en BL 4.89, cf. Hdn.Gr.2.446, Hsch.
•c. constr. que indican la causa ὑπ' αὐτοῦ (νουσήματος) Hp.Prorrh.2.42, ὑπὸ γήρως Luc.Icar.6, τὸ τοῦ γήρως ἀμβλυῶττον Plu.2.13d
•c. otras constr., πρὸς τὸ φῶς Luc.Cont.1, πρὸς τὰ γινόμενα Luc.Tim.2, τὰ τηλικαῦτα Luc.Tim.27.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir la vue faible ; τὸ ἀμβλυῶττον PLUT faiblesse de la vue.
Étymologie: ἀμβλύς, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβλυώσσω: атт. ἀμβλυώττω Plat., Luc., Plut. = ἀμβλυωπέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλυώσσω: Ἀττ. -ττω, μόνον κατ’ ἐνεστ.: (ἀμβλύς)· εἶμαι ἀμβλυωπός, μύωψ, «κοντόφθαλμος», ἔχω ἀσθενῆ τὴν ὅρασιν, Ἱππ. 168Η, 113Ε, κτλ., Πλάτ. Πολ. 508C, D, 516E, 517D, Ἱππ. Ἐλ. 347D· ἀμβλ. πρὸς τὸ φῶς = τυφλώττω πρὸς τὸ φῶς, ἐμπρὸς εἰς τὸ φῶς, Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 1: ἀλλ’ ἀμβλ. τὰ τηλικαῦτα ὁ αὐτ. Τίμ. 27· τὸ ἀμβλυῶττον = ἀμβλυωγμός, Πλούτ. 2. 13Ε.
Greek Monotonic
ἀμβλυώσσω: Αττ. -ττω, μόνο στον ενεστ., (ἀμβλύς), έχω ασθενή όραση, είμαι μύωπας, κοντόφθαλμος, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἀμβλ. πρὸς τὸ φῶς, είμαι τυφλός ως προς αυτό, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἀμβλύς only in pres.]
to be dim-sighted, Plat., etc.; ἀμβλ. πρὸς τὸ φῶς to be blind to it, Luc.