προκοιτία: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prokoitia
|Transliteration C=prokoitia
|Beta Code=prokoiti/a
|Beta Code=prokoiti/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">watch kept before</b> a place, <span class="bibl">Id.67.15</span>: pl., <span class="bibl">Plb.2.5.6</span>, <span class="bibl">6.35.5</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[watch kept before]] a place, Id.67.15: pl., Plb.2.5.6, 6.35.5.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[garde que l'on monte devant qqn]].<br />'''Étymologie:''' [[πρόκοιτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προκοιτία''': ἡ, φυλακὴ ἢ [[φρούρησις]] [[ἔμπροσθεν]] θέσεώς τινος, Δίων Κ. 67. 15· ἐν τῷ πληθ., ὡς τῷ Λατ. excubiae, Πολύβ. 2. 5, 6., 6. 35, 5.
|lstext='''προκοιτία''': ἡ, φυλακὴ ἢ [[φρούρησις]] [[ἔμπροσθεν]] θέσεώς τινος, Δίων Κ. 67. 15· ἐν τῷ πληθ., ὡς τῷ Λατ. excubiae, Πολύβ. 2. 5, 6., 6. 35, 5.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ας () :<br />garde que l’on monte devant qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρόκοιτος]].
|mltxt=και [[προκοιτεία]], , Α [[πρόκοιτος]]<br />[[φρούρηση]] μιας θέσης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκοιτία:''' ἡ, [[φρούρηση]] [[μπροστά]] από κάποιο [[τόπο]]· στον πληθ., όπως το Λατ. [[excubiae]], σε Πολύβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προκοιτία]], ἡ,<br />a [[watch]] kept [[before]] a [[place]]; in plural, like Lat. [[excubiae]], Polyb. [from [[πρόκοιτος]]
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[προκοιτεία]], DC. 67.15.
}}
}}

Latest revision as of 13:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκοιτία Medium diacritics: προκοιτία Low diacritics: προκοιτία Capitals: ΠΡΟΚΟΙΤΙΑ
Transliteration A: prokoitía Transliteration B: prokoitia Transliteration C: prokoitia Beta Code: prokoiti/a

English (LSJ)

ἡ, watch kept before a place, Id.67.15: pl., Plb.2.5.6, 6.35.5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
garde que l'on monte devant qqn.
Étymologie: πρόκοιτος.

Greek (Liddell-Scott)

προκοιτία: ἡ, φυλακὴ ἢ φρούρησις ἔμπροσθεν θέσεώς τινος, Δίων Κ. 67. 15· ἐν τῷ πληθ., ὡς τῷ Λατ. excubiae, Πολύβ. 2. 5, 6., 6. 35, 5.

Greek Monolingual

και προκοιτεία, ἡ, Α πρόκοιτος
φρούρηση μιας θέσης.

Greek Monotonic

προκοιτία: ἡ, φρούρηση μπροστά από κάποιο τόπο· στον πληθ., όπως το Λατ. excubiae, σε Πολύβ.

Middle Liddell

προκοιτία, ἡ,
a watch kept before a place; in plural, like Lat. excubiae, Polyb. [from πρόκοιτος

German (Pape)

ἡ, = προκοιτεία, DC. 67.15.