σίραιον: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=siraion
|Transliteration C=siraion
|Beta Code=si/raion
|Beta Code=si/raion
|Definition=[<b class="b3">ῐ], τό</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">new wine boiled down</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>878</span>, <span class="bibl">Antiph.142</span>, <span class="bibl">Alex. 127.8</span>, <span class="bibl">188</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>153</span> (where ῑ, written ει), Gal.10.403; also of figs, Id.13.8,9:—also <span class=foreign>οἶνος σίραιος, Dsc.5.6, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.1</span>; σίρινος, <span class="bibl">Eust.1385.14</span>.
|Definition=[ῐ], τό, [[new wine boiled down]], Ar.''V.''878, Antiph.142, Alex. 127.8, 188, Nic.''Al.''153 (where ῑ, written ει), Gal.10.403; also of figs, Id.13.8,9:—also [[οἶνος]] σίραιος, Dsc.5.6, Aret.''CA''1.1; σίρινος, Eust.1385.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0884.png Seite 884]] τό, auch σίραιος [[οἶνος]] u. σίρινος [[οἶνος]], eingekochter Most; Ar. Vesp. 878, wo der Schol. erkl. τὸ ἑψημένον γλεῦκος, βραχὺ δὲ ἔχον παράπικρον [[ὅταν]] καθεψηθῇ; vgl. Antiphan. bei Ath. II, 68 a Eubul. IV, 170 c; Diosc.; sonst [[ἕψημα]], sapa.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0884.png Seite 884]] τό, auch σίραιος [[οἶνος]] u. σίρινος [[οἶνος]], eingekochter Most; Ar. Vesp. 878, wo der Schol. erkl. τὸ ἑψημένον γλεῦκος, βραχὺ δὲ ἔχον παράπικρον [[ὅταν]] καθεψηθῇ; vgl. Antiphan. bei Ath. II, 68 a Eubul. IV, 170 c; Diosc.; sonst [[ἕψημα]], sapa.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[vin cuit]], [[vin doux]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. difficile.
}}
{{elnl
|elnltext=σίραιον -ου, τό [σιρός] stroop (ingekookte druivenpuree (most)).
}}
{{elru
|elrutext='''σίραιον:''' (σῐ) τό вареное сусло Arph.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />βρασμένος [[μούστος]] από σταφύλια ή και από σύκα, το σημερινό [[πετιμέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τον τ. [[σιρός]] [[μάλλον]] δεν ευσταθεί. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή της με το ρ. <i>σειρῶ</i> «[[στραγγίζω]], [[αποξηραίνω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[Σείριος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σίραιον:''' [ῐ], τό, [[νέας]] εσοδείας [[κρασί]] που «βράζει» στο [[βαρέλι]], [[μούστος]], [[πετιμέζι]], Λατ. defrvtum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σίραιον''': [ῐ], τό, ὁ [[νέος]] [[οἶνος]] βραζόμενος, [[μοῦστος]] βρασμένος, (Τουρκ. «πετμέζι»), Λατ. defrutum, Ἀριστοφ. Σφ. 878, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 2. 8, «Πονήρᾳ» 2. 3· [[ὡσαύτως]], [[οἶνος]] σίραιος Διοσκ. 5. 9., Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, ἢ σίρινος Εὐστ. 1385. 14· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ σύκων, Γαλην., Ἡσύχ.
|lstext='''σίραιον''': [ῐ], τό, ὁ [[νέος]] [[οἶνος]] βραζόμενος, [[μοῦστος]] βρασμένος, (Τουρκ. «πετμέζι»), Λατ. defrutum, Ἀριστοφ. Σφ. 878, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 2. 8, «Πονήρᾳ» 2. 3· [[ὡσαύτως]], [[οἶνος]] σίραιος Διοσκ. 5. 9., Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, ἢ σίρινος Εὐστ. 1385. 14· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ σύκων, Γαλην., Ἡσύχ.
}}
}}
{{bailly
{{etym
|btext=ου (τό) :<br />vin cuit, vin doux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. difficile.
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[boiled wine]] (Antiph., Alex. Nic.); also <b class="b3">σίραιος οἰ̃νος</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Perh. from [[σειρόω]] (s.v. [[Σείριος]])
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐ́ραιον, ου, τό,<br />new [[wine]] [[boiled]] [[down]], Lat. [[defrutum]], Ar. [deriv. uncertain]
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίραιον Medium diacritics: σίραιον Low diacritics: σίραιον Capitals: ΣΙΡΑΙΟΝ
Transliteration A: síraion Transliteration B: siraion Transliteration C: siraion Beta Code: si/raion

English (LSJ)

[ῐ], τό, new wine boiled down, Ar.V.878, Antiph.142, Alex. 127.8, 188, Nic.Al.153 (where ῑ, written ει), Gal.10.403; also of figs, Id.13.8,9:—also οἶνος σίραιος, Dsc.5.6, Aret.CA1.1; σίρινος, Eust.1385.14.

German (Pape)

[Seite 884] τό, auch σίραιος οἶνος u. σίρινος οἶνος, eingekochter Most; Ar. Vesp. 878, wo der Schol. erkl. τὸ ἑψημένον γλεῦκος, βραχὺ δὲ ἔχον παράπικρον ὅταν καθεψηθῇ; vgl. Antiphan. bei Ath. II, 68 a Eubul. IV, 170 c; Diosc.; sonst ἕψημα, sapa.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vin cuit, vin doux.
Étymologie: DELG étym. difficile.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίραιον -ου, τό [σιρός] stroop (ingekookte druivenpuree (most)).

Russian (Dvoretsky)

σίραιον: (σῐ) τό вареное сусло Arph.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βρασμένος μούστος από σταφύλια ή και από σύκα, το σημερινό πετιμέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. σιρός μάλλον δεν ευσταθεί. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή της με το ρ. σειρῶ «στραγγίζω, αποξηραίνω» (βλ. λ. Σείριος)].

Greek Monotonic

σίραιον: [ῐ], τό, νέας εσοδείας κρασί που «βράζει» στο βαρέλι, μούστος, πετιμέζι, Λατ. defrvtum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

σίραιον: [ῐ], τό, ὁ νέος οἶνος βραζόμενος, μοῦστος βρασμένος, (Τουρκ. «πετμέζι»), Λατ. defrutum, Ἀριστοφ. Σφ. 878, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 2. 8, «Πονήρᾳ» 2. 3· ὡσαύτως, οἶνος σίραιος Διοσκ. 5. 9., Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, ἢ σίρινος Εὐστ. 1385. 14· ὡσαύτως ἐπὶ σύκων, Γαλην., Ἡσύχ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: boiled wine (Antiph., Alex. Nic.); also σίραιος οἰ̃νος.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Perh. from σειρόω (s.v. Σείριος)

Middle Liddell

σῐ́ραιον, ου, τό,
new wine boiled down, Lat. defrutum, Ar. [deriv. uncertain]