σύγχρους: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(Bailly1_4)
 
m (pape replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=σύγχρους
|Medium diacritics=σύγχρους
|Low diacritics=σύγχρους
|Capitals=ΣΥΓΧΡΟΥΣ
|Transliteration A=sýnchrous
|Transliteration B=synchrous
|Transliteration C=synchrous
|Beta Code=su/gxrous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[σύγχροος]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύγχροος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύγχροος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν και -οος, -οον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[χρώμα]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> /-<i>χροος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>χρους</i>].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύγ-χρους, ουν, [[χρόα]]<br />of like [[colour]] or [[look]], Polyb.
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[σύγχροος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχρους Medium diacritics: σύγχρους Low diacritics: σύγχρους Capitals: ΣΥΓΧΡΟΥΣ
Transliteration A: sýnchrous Transliteration B: synchrous Transliteration C: synchrous Beta Code: su/gxrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for σύγχροος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύγχροος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].

Middle Liddell

σύγ-χρους, ουν, χρόα
of like colour or look, Polyb.

German (Pape)

zusammengezogen aus σύγχροος.