κελαδεινός: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(7)
 
m (Text replacement - "( " to "(")
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=keladeinos
|Transliteration C=keladeinos
|Beta Code=keladeino/s
|Beta Code=keladeino/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sounding, noisy</b>, Ζέφυρος <span class="bibl">Il.23.208</span>; Ἄρτεμις <span class="bibl">16.183</span> (<b class="b3">παρὰ τὸν γιγνόμενον ἐν τοῖς κυνηγίοις κέλαδον</b> Sch. ad loc.); and so <b class="b3">κελαδεινή</b> alone, <span class="bibl">Il.21.511</span>; of Dionysus, <span class="title">AP</span>9.524.11; αὐλῶνες <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>95</span>; σῦριγξ <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.455</span>: neut. pl. as Adv., ποταμοὶ κελαδεινὰ ῥέοντες <span class="bibl">A.R.3.532</span>:—Pi. has Aeol. form κελαδεννός, <b class="b3">ἔπεα κ</b>. <b class="b2">highsounding</b> verses, <span class="bibl"><span class="title">P.</span>3.113</span>; ὀμφά <span class="bibl"><span class="title">Pae.</span>5.46</span>; <b class="b3">κ. Χάριτες</b> the <b class="b2">loud-voiced</b> Charites, <span class="bibl"><span class="title">P.</span>9.89</span>; <b class="b3">κ. ὕβρις</b> <b class="b2">noisy</b> insult, <span class="bibl"><span class="title">I.</span>4(3).8</span>.</span>
|Definition=κελαδεινή, κελαδεινόν, [[sounding]], [[noisy]], Ζέφυρος Il.23.208; Ἄρτεμις 16.183 (<b class="b3">παρὰ τὸν γιγνόμενον ἐν τοῖς κυνηγίοις κέλαδον</b> Sch. ad loc.); and so [[κελαδεινή]] alone, Il.21.511; of [[Dionysus]], ''AP''9.524.11; αὐλῶνες ''h.Merc.''95; σῦριγξ Opp.''H.''5.455: neuter plural as adverb, ποταμοὶ κελαδεινὰ ῥέοντες A.R.3.532:—Pi. has Aeol. form κελαδεννός, <b class="b3">ἔπεα κ.</b> [[highsounding]] verses, ''P.''3.113; ὀμφά ''Pae.''5.46; <b class="b3">κ. Χάριτες</b> the [[loud-voiced]] Charites, ''P.''9.89; <b class="b3">κ. ὕβρις</b> [[noisy]] insult, ''I.''4(3).8.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1413.png Seite 1413]] Geräusch machend, lärmend, brausend; [[Ζέφυρος]] Il. 23, 208; von der Artemis, die auf der Jagd lärmt, dah. sie auch ohne weiteren Zusatz Κελαδεινή heißt, 21, 511; auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 11); sp. D., [[σῦριγξ]] Opp. Hal. 5, 455, ποταμοὺς κελαδεινὰ ῥέοντας Ap. Rh. 3, 532. Vgl. das Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />bruyant, sonore, retentissant ; ἡ κελαδεινή ([[θεά]]) IL la déesse qui aime le bruit, <i>càd</i> Artémis, <i>à cause du bruit de la chasse</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέλαδος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κελαδεινός -ή -όν [κέλαδος] Aeol. κελαδεννός luidklinkend; subst. ἡ κελαδεινή de luidklinkende ([[epithet]] van Artemis).
}}
{{elru
|elrutext='''κελᾰδεινός:'''<br /><b class="num">1</b> [[шумный]], [[шумливый]], [[воющий]] ([[Ζέφυρος]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[гулкий]] (αὐλῶνες HH).
}}
{{Autenrieth
|auten=[[sounding]], [[ringing]], clanging, [[echoing]]; [[Ζέφυρος]], Il. 23.208; [[elsewhere]], κελαδεινή, epithet of [[Artemis]] as [[huntress]] ([[leader]] of the [[pack]]), as subst., Il. 21.511.
}}
{{grml
|mltxt=[[κελαδεινός]], -ή, -όν και αιολ. τ. [[κελαδεννός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλαδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εινός</i> (αιολ. -<i>εννός</i>), [[πρβλ]]. <i>φα</i>-<i>εινός</i> / <i>φα</i>-<i>εννός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κελᾰδεινός:''' -ή, -όν, [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. της Άρτεμης, από το θόρυβο του κυνηγιού, σε Όμηρ.· Δωρ. [[κελαδεννός]], σε Πίνδ.
}}
{{ls
|lstext='''κελᾰδεινός''': -ή, -όν, κέλαδον προξενῶν, ἠχηρός, [[θορυβώδης]], [[Ζέφυρος]] Ἰλ. Ψ. 208· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, «διὰ τοὺς ἐν τοῖς κυνηγεσίοις κελάδους» Εὐστ. (καλεῖται δὲ καὶ [[ἁπλῶς]] Κελαδεινὴ ἐν Ἰλ. Φ. 511)· [[ὡσαύτως]] τοῦ Βάκχου, Ἀνθ., κτλ.· αὐλῶνες κ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95· σῦριγξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 455·- ὁ Πίνδ. ἔχει Δωρ. τύπον, κελαδεννός, ἔπεα κ., στίχοι ἠχηροί, [[μεγάλως]] ἠχοῦντα ποιήματα, Π. 3. 200· κελ. Χάριτες, αἱ ἠχηρὰν φωνὴν ἔχουσαι Χάριτες, Π. 9. 158· κελ. [[ὕβρις]], [[θορυβώδης]] [[προσβολή]], [[ὕβρις]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 14 (3. 26)·- οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ποταμοὶ κελαδεννὰ ῥέοντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 532.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κελᾰδεινός, ή, όν<br />[[sounding]], [[noisy]], Il.; [[epithet]] of [[Artemis]], from the [[noise]] of the [[chase]], Hom.:—doric [[κελαδεννός]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελᾰδεινός Medium diacritics: κελαδεινός Low diacritics: κελαδεινός Capitals: ΚΕΛΑΔΕΙΝΟΣ
Transliteration A: keladeinós Transliteration B: keladeinos Transliteration C: keladeinos Beta Code: keladeino/s

English (LSJ)

κελαδεινή, κελαδεινόν, sounding, noisy, Ζέφυρος Il.23.208; Ἄρτεμις 16.183 (παρὰ τὸν γιγνόμενον ἐν τοῖς κυνηγίοις κέλαδον Sch. ad loc.); and so κελαδεινή alone, Il.21.511; of Dionysus, AP9.524.11; αὐλῶνες h.Merc.95; σῦριγξ Opp.H.5.455: neuter plural as adverb, ποταμοὶ κελαδεινὰ ῥέοντες A.R.3.532:—Pi. has Aeol. form κελαδεννός, ἔπεα κ. highsounding verses, P.3.113; ὀμφά Pae.5.46; κ. Χάριτες the loud-voiced Charites, P.9.89; κ. ὕβρις noisy insult, I.4(3).8.

German (Pape)

[Seite 1413] Geräusch machend, lärmend, brausend; Ζέφυρος Il. 23, 208; von der Artemis, die auf der Jagd lärmt, dah. sie auch ohne weiteren Zusatz Κελαδεινή heißt, 21, 511; auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 11); sp. D., σῦριγξ Opp. Hal. 5, 455, ποταμοὺς κελαδεινὰ ῥέοντας Ap. Rh. 3, 532. Vgl. das Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bruyant, sonore, retentissant ; ἡ κελαδεινή (θεά) IL la déesse qui aime le bruit, càd Artémis, à cause du bruit de la chasse.
Étymologie: κέλαδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαδεινός -ή -όν [κέλαδος] Aeol. κελαδεννός luidklinkend; subst. ἡ κελαδεινή de luidklinkende (epithet van Artemis).

Russian (Dvoretsky)

κελᾰδεινός:
1 шумный, шумливый, воющий (Ζέφυρος Hom.);
2 гулкий (αὐλῶνες HH).

English (Autenrieth)

sounding, ringing, clanging, echoing; Ζέφυρος, Il. 23.208; elsewhere, κελαδεινή, epithet of Artemis as huntress (leader of the pack), as subst., Il. 21.511.

Greek Monolingual

κελαδεινός, -ή, -όν και αιολ. τ. κελαδεννός, -ή, -όν (Α)
1. ηχηρός, θορυβώδης
2. αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -εινός (αιολ. -εννός), πρβλ. φα-εινός / φα-εννός].

Greek Monotonic

κελᾰδεινός: -ή, -όν, ηχηρός, θορυβώδης, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. της Άρτεμης, από το θόρυβο του κυνηγιού, σε Όμηρ.· Δωρ. κελαδεννός, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κελᾰδεινός: -ή, -όν, κέλαδον προξενῶν, ἠχηρός, θορυβώδης, Ζέφυρος Ἰλ. Ψ. 208· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, «διὰ τοὺς ἐν τοῖς κυνηγεσίοις κελάδους» Εὐστ. (καλεῖται δὲ καὶ ἁπλῶς Κελαδεινὴ ἐν Ἰλ. Φ. 511)· ὡσαύτως τοῦ Βάκχου, Ἀνθ., κτλ.· αὐλῶνες κ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95· σῦριγξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 455·- ὁ Πίνδ. ἔχει Δωρ. τύπον, κελαδεννός, ἔπεα κ., στίχοι ἠχηροί, μεγάλως ἠχοῦντα ποιήματα, Π. 3. 200· κελ. Χάριτες, αἱ ἠχηρὰν φωνὴν ἔχουσαι Χάριτες, Π. 9. 158· κελ. ὕβρις, θορυβώδης προσβολή, ὕβρις, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 14 (3. 26)·- οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ποταμοὶ κελαδεννὰ ῥέοντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 532.

Middle Liddell

κελᾰδεινός, ή, όν
sounding, noisy, Il.; epithet of Artemis, from the noise of the chase, Hom.:—doric κελαδεννός, Pind.