κυματώδης: Difference between revisions
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kymatodis | |Transliteration C=kymatodis | ||
|Beta Code=kumatw/dhs | |Beta Code=kumatw/dhs | ||
|Definition=ες, < | |Definition=κυματῶδες, = [[κυματοειδής]], [[on which the waves break]], γῆ Arist.''Pr.''934b10,9 (Comp.); [[αἰγιαλός]] Plu.''Fab.''6; [[billowy]], [[πέλαγος]] Scymn.190: metaph., of the [[pulse]], σφυγμὸς κυματώδης Gal.9.505. Adv. [[κυματωδῶς]] = in a [[wavy]] [[fashion]] Id.8.551. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] ες, = [[κυματοειδής]], [[αἰγιαλός]], mit Brandung, Plut. Fab. 6. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />houleux, orageux ; agité (pouls).<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυματώδης -ες [κῦμα] [[met sterke golfslag]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῡμᾰτώδης:''' [[заливаемый]] (морскими) волнами (γῆ Arst.; [[αἰγιαλός]] Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κῡμᾰτώδης''': -ες, ἐπὶ τόπου προσβαλλομένου ὑπὸ κυμάτων κυματωδέστεραι γαῖαι Ἀριστ. Προβλ. 23. 29· 1· αἰγιαλὸς Πλουτ. Φάβ. 6· = [[κυματοειδής]], κυματώδεις σφυγμοὶ Γαλην. τ. 8. σ. 3· κυματώδη φωνὴν Γεωργ. Ἀλ. ἐν Βίῳ Χρυσ. τ. 8, σ. 253, 12. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[κυματώδης]], -ῶδες)<br />αυτός που έχει [[πολλά]] και μεγάλα κύματα, φουρτουνιασμένος («[[αύριο]] η [[θάλασσα]] θα [[είναι]] [[κυματώδης]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που πλήττεται από κύματα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για τον σφυγμό) αυτός που παρουσιάζει αυξομειώσεις, κυμαινόμενος («σφυγμὸς [[κυματώδης]]», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυματωδῶς</i> (Α)<br />με κυματοειδή τρόπο, κυματοειδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῡμᾰτώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός πάνω στον οποίο σπάζουν τα κύματα, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κῡμᾰτ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />on [[which]] the waves [[break]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
κυματῶδες, = κυματοειδής, on which the waves break, γῆ Arist.Pr.934b10,9 (Comp.); αἰγιαλός Plu.Fab.6; billowy, πέλαγος Scymn.190: metaph., of the pulse, σφυγμὸς κυματώδης Gal.9.505. Adv. κυματωδῶς = in a wavy fashion Id.8.551.
German (Pape)
[Seite 1530] ες, = κυματοειδής, αἰγιαλός, mit Brandung, Plut. Fab. 6.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
houleux, orageux ; agité (pouls).
Étymologie: κῦμα, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυματώδης -ες [κῦμα] met sterke golfslag.
Russian (Dvoretsky)
κῡμᾰτώδης: заливаемый (морскими) волнами (γῆ Arst.; αἰγιαλός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτώδης: -ες, ἐπὶ τόπου προσβαλλομένου ὑπὸ κυμάτων κυματωδέστεραι γαῖαι Ἀριστ. Προβλ. 23. 29· 1· αἰγιαλὸς Πλουτ. Φάβ. 6· = κυματοειδής, κυματώδεις σφυγμοὶ Γαλην. τ. 8. σ. 3· κυματώδη φωνὴν Γεωργ. Ἀλ. ἐν Βίῳ Χρυσ. τ. 8, σ. 253, 12.
Greek Monolingual
-ες (Α κυματώδης, -ῶδες)
αυτός που έχει πολλά και μεγάλα κύματα, φουρτουνιασμένος («αύριο η θάλασσα θα είναι κυματώδης»)
αρχ.
1. (για τόπο) αυτός που πλήττεται από κύματα
2. μτφ. (για τον σφυγμό) αυτός που παρουσιάζει αυξομειώσεις, κυμαινόμενος («σφυγμὸς κυματώδης», Γαλ.).
επίρρ...
κυματωδῶς (Α)
με κυματοειδή τρόπο, κυματοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + κατάλ. -ώδης].
Greek Monotonic
κῡμᾰτώδης: -ες (εἶδος), αυτός πάνω στον οποίο σπάζουν τα κύματα, σε Πλούτ.