λιγύφωνος: Difference between revisions
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ligyfonos | |Transliteration C=ligyfonos | ||
|Beta Code=ligu/fwnos | |Beta Code=ligu/fwnos | ||
|Definition= | |Definition=λιγύφωνον, [[clearvoiced]], [[loud-voiced]], ἅρπη Il.19.350, cf. ''h.Merc.''478; also of [[sweet]] sounds, Ἑσπερίδες Hes.''Th.''275, 518; ἀηδών Theoc.12.7; ἀοιδή Orph. ''A.''5. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0044.png Seite 44]] = [[λιγύφθογγος]]; [[ἅρπη]], Il. 19, 350; ἑταίρη, die Cither, H. h. Merc. 475; Ἑσπερίδες, Hes. Th. 275. 518; [[ἀηδών]], Theocr. 12, 7; D. Per. 529; Apollo, Nonn. D. 11, 112. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à la voix claire, sonore <i>ou</i> harmonieuse.<br />'''Étymologie:''' [[λιγύς]], [[φωνή]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λιγύφωνος:''' (ῠ) звонкоголосый, сладкогласный, певучий ([[ἅρπη]] Hom.; [[ἑταίρη]], ''[[sc.]]'' [[κιθάρα]] HH; [[Ἑσπερίδες]] Hes.; [[ἀηδών]] Theocr.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λῐγύφωνος''': -ον, ἔχων καθαράν, ἠχηρὰν ἢ ἰσχυρὰν φωνήν, [[ὀξύφωνος]], ἅρπη Ἰλ. Τ. 350, πρβλ. Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 478· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἡδέων, εὐαρέστων ἤχων, Ἑσπερίδες Ἡσ. Θ. 275, 518· ἀηδὼν Θεόκρ. 12. 7· ἀοιδὴ Ὀρφ. Ἀργ. 5. | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[with]] [[loud]], [[clear]] [[note]], of a [[falcon]], Il. 19.350†. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[λιγύφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική [[φωνή]], [[οξύφωνος]] και [[μελωδικός]] («Ἑσπερίδες λιγύφωνοι», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῐγύφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει καθαρή ή ηχηρή [[φωνή]], [[οξύφωνος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λέγεται για ευχάριστους ήχους, σε Ησίοδ., Θεόκρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῐγύ-φωνος, ον [[φωνή]]<br />[[clear]]-voiced, [[loud]]-voiced, screaming, Il.; also of [[sweet]] sounds, Hes., Theocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
λιγύφωνον, clearvoiced, loud-voiced, ἅρπη Il.19.350, cf. h.Merc.478; also of sweet sounds, Ἑσπερίδες Hes.Th.275, 518; ἀηδών Theoc.12.7; ἀοιδή Orph. A.5.
German (Pape)
[Seite 44] = λιγύφθογγος; ἅρπη, Il. 19, 350; ἑταίρη, die Cither, H. h. Merc. 475; Ἑσπερίδες, Hes. Th. 275. 518; ἀηδών, Theocr. 12, 7; D. Per. 529; Apollo, Nonn. D. 11, 112.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix claire, sonore ou harmonieuse.
Étymologie: λιγύς, φωνή.
Russian (Dvoretsky)
λιγύφωνος: (ῠ) звонкоголосый, сладкогласный, певучий (ἅρπη Hom.; ἑταίρη, sc. κιθάρα HH; Ἑσπερίδες Hes.; ἀηδών Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύφωνος: -ον, ἔχων καθαράν, ἠχηρὰν ἢ ἰσχυρὰν φωνήν, ὀξύφωνος, ἅρπη Ἰλ. Τ. 350, πρβλ. Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 478· ὡσαύτως ἐπὶ ἡδέων, εὐαρέστων ἤχων, Ἑσπερίδες Ἡσ. Θ. 275, 518· ἀηδὼν Θεόκρ. 12. 7· ἀοιδὴ Ὀρφ. Ἀργ. 5.
English (Autenrieth)
with loud, clear note, of a falcon, Il. 19.350†.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λιγύφωνος, -ον)
αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, οξύφωνος και μελωδικός («Ἑσπερίδες λιγύφωνοι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -φωνος (< φωνή)].
Greek Monotonic
λῐγύφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει καθαρή ή ηχηρή φωνή, οξύφωνος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λέγεται για ευχάριστους ήχους, σε Ησίοδ., Θεόκρ.
Middle Liddell
λῐγύ-φωνος, ον φωνή
clear-voiced, loud-voiced, screaming, Il.; also of sweet sounds, Hes., Theocr.