λιθογνωμικός: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lithognomikos | |Transliteration C=lithognomikos | ||
|Beta Code=liqognwmiko/s | |Beta Code=liqognwmiko/s | ||
|Definition=ή, όν, < | |Definition=λιθογνωμική, λιθογνωμικόν, [[skilful in stones]]: [[λ]]. (''[[sc.]]'' [[βιβλίον]]), τό, [[a work on stones]], by Philostr., Suid.s.v. [[Φιλόστρατος]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λῐθογνωμικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] περὶ τοὺς λίθους, [[γνώμων]] τῶν λίθων· - λιθογνωμικὸν (δηλ. [[βιβλίον]]), τό, σύγγραμμά τι περὶ λίθων, ὑπὸ Φιλοστρ., Σουΐδ. ἐν λέξ. Φιλόστρατος. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λιθογνωμικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που γνωρίζει και μπορεί να διακρίνει τους πολύτιμους λίθους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογνώμονα<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως κύρ. όν.) <i>Λιθογνωμικόν</i><br />[[σύγγραμμα]] του Φιλοστράτου που αναφέρεται στη [[γνώση]] των πολύτιμων λίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>λιθογνωμονικός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνωμικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
λιθογνωμική, λιθογνωμικόν, skilful in stones: λ. (sc. βιβλίον), τό, a work on stones, by Philostr., Suid.s.v. Φιλόστρατος.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθογνωμικός: -ή, -όν, ἔμπειρος περὶ τοὺς λίθους, γνώμων τῶν λίθων· - λιθογνωμικὸν (δηλ. βιβλίον), τό, σύγγραμμά τι περὶ λίθων, ὑπὸ Φιλοστρ., Σουΐδ. ἐν λέξ. Φιλόστρατος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λιθογνωμικός, -ή, -όν)
αυτός που γνωρίζει και μπορεί να διακρίνει τους πολύτιμους λίθους
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογνώμονα
αρχ.
(το ουδ. ως κύρ. όν.) Λιθογνωμικόν
σύγγραμμα του Φιλοστράτου που αναφέρεται στη γνώση των πολύτιμων λίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί λιθογνωμονικός < λιθ(ο)- + γνωμικός (< γνώμη)].