μένανδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=menandros
|Transliteration C=menandros
|Beta Code=me/nandros
|Beta Code=me/nandros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">awaiting a man</b>, παρθένος Dionys. Trag.<span class="bibl">12</span>.</span>
|Definition=μένανδρον, [[awaiting a man]], παρθένος Dionys. Trag.12.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0132.png Seite 132]] den Mann erwartend oder bestehend, so nannte Dionys. im Scherz die Jungfrau, Ath. III, 98 c, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, sonst nur nom. pr.
}}
{{ls
|lstext='''μένανδρος''': ἡ, ἡ μένουσα τὸν ἄνδρα, κατὰ [[Διονύσιον]] τὸν Σικελιώτην «ὃς τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, καὶ τὸν στῦλον μενεκράτην, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, κτλ.» παρ’ Ἀθην. 98D.
}}
{{grml
|mltxt=[[μένανδρος]], ἡ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b> αυτή που περιμένει άνδρα («μένανδρον παρθένον», Διον. Τραγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i>- του [[μένω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), [[πρβλ]]. [[λείψανδρος]], [[μίσανδρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μένανδρος Medium diacritics: μένανδρος Low diacritics: μένανδρος Capitals: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: ménandros Transliteration B: menandros Transliteration C: menandros Beta Code: me/nandros

English (LSJ)

μένανδρον, awaiting a man, παρθένος Dionys. Trag.12.

German (Pape)

[Seite 132] den Mann erwartend oder bestehend, so nannte Dionys. im Scherz die Jungfrau, Ath. III, 98 c, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, sonst nur nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

μένανδρος: ἡ, ἡ μένουσα τὸν ἄνδρα, κατὰ Διονύσιον τὸν Σικελιώτην «ὃς τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, καὶ τὸν στῦλον μενεκράτην, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, κτλ.» παρ’ Ἀθην. 98D.

Greek Monolingual

μένανδρος, ἡ (Α)
ως επίθ. αυτή που περιμένει άνδρα («μένανδρον παρθένον», Διον. Τραγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. λείψανδρος, μίσανδρος].