μονοχίτων: Difference between revisions

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
(8)
 
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monochiton
|Transliteration C=monochiton
|Beta Code=monoxi/twn
|Beta Code=monoxi/twn
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ωνος, ὁ, ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wearing only the tunic</b>, <span class="bibl">Pythaen.6</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>25.3</span>, <span class="bibl">Plb.14.11.2</span>, <span class="bibl">D.S.17.35</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>25</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Sat.</span>11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">with a single coat</b>, of veins, Anon. Lond.28.29, Gal.2.816.</span>
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[wearing only the tunic]], Pythaen.6, Arist.''Ath.''25.3, Plb.14.11.2, [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.35, Plu.''Sull.''25, Luc.''Sat.''11.<br><span class="bld">II</span> [[with a single coat]], of veins, Anon. Lond.28.29, Gal.2.816.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0206.png Seite 206]] ωνος, im bloßen Unterkleide; εἰκόνες, Pol. 14, 11, 2; Plut. Sull. 25; [[ἀναμπέχονος]] καὶ [[μονοχίτων]], als peloponnesische Tracht der Jungfrauen, Ath. XIII, 589 e; Luc. Cronos. 11.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />[[vêtu seulement d'une tunique]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[χιτών]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονοχίτων:''' ωνος adj. одетый в один лишь хитон Polyb., Plut., Luc.
}}
{{ls
|lstext='''μονοχίτων''': [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα, Πολύβ. 14. 11, 2, Ἀθήν. 589F, Λουκ. Κρονοσόλ. 11· πρβλ. [[μονόπεπλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοχίτων]], ό, ἡ (ΑΜ)<br />αυτός που [[φορά]] μόνο τον χιτώνα («ὁ δ' [[ἐφιάλτης]]... καθίζει [[μονοχίτων]] ἐπὶ τὸν βωμόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>(μνσ.)</b> <b>φρ.</b> «[[μονοχίτων]] [[βίος]]» — ο [[βίος]] τον οποίο διάγει [[κάποιος]] φορώντας [[συνεχώς]] έναν χιτώνα<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φλέβα]]) αυτός που έχει ένα μόνο [[κάλυμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] ([[πρβλ]]. [[ξανθοχίτων]], [[χρυσοχίτων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονοχίτων:''' [ῑ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,<br />wearing only the [[tunic]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοχίτων Medium diacritics: μονοχίτων Low diacritics: μονοχίτων Capitals: ΜΟΝΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: monochítōn Transliteration B: monochitōn Transliteration C: monochiton Beta Code: monoxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A wearing only the tunic, Pythaen.6, Arist.Ath.25.3, Plb.14.11.2, D.S.17.35, Plu.Sull.25, Luc.Sat.11.
II with a single coat, of veins, Anon. Lond.28.29, Gal.2.816.

German (Pape)

[Seite 206] ωνος, im bloßen Unterkleide; εἰκόνες, Pol. 14, 11, 2; Plut. Sull. 25; ἀναμπέχονος καὶ μονοχίτων, als peloponnesische Tracht der Jungfrauen, Ath. XIII, 589 e; Luc. Cronos. 11.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu seulement d'une tunique.
Étymologie: μόνος, χιτών.

Russian (Dvoretsky)

μονοχίτων: ωνος adj. одетый в один лишь хитон Polyb., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μονοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα, Πολύβ. 14. 11, 2, Ἀθήν. 589F, Λουκ. Κρονοσόλ. 11· πρβλ. μονόπεπλος.

Greek Monolingual

μονοχίτων, ό, ἡ (ΑΜ)
αυτός που φορά μόνο τον χιτώνα («ὁ δ' ἐφιάλτης... καθίζει μονοχίτων ἐπὶ τὸν βωμόν», Αριστοτ.)
(μνσ.) φρ. «μονοχίτων βίος» — ο βίος τον οποίο διάγει κάποιος φορώντας συνεχώς έναν χιτώνα
αρχ.
(για φλέβα) αυτός που έχει ένα μόνο κάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + χιτών (πρβλ. ξανθοχίτων, χρυσοχίτων)].

Greek Monotonic

μονοχίτων: [ῑ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Λουκ.

Middle Liddell

μονο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,
wearing only the tunic, Luc.