νικητής: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nikitis
|Transliteration C=nikitis
|Beta Code=nikhth/s
|Beta Code=nikhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">winner</b> in games, <span class="title">CIG</span>5035 (Nubia, iii A.D.); <b class="b2">conqueror</b>, <span class="bibl">Eust.157.1</span>; of the Emperor Julian, <span class="title">SIG</span>906B (Magn. Mae., iv A.D.).</span>
|Definition=νικητοῦ, ὁ, [[winner]] in games, ''CIG''5035 (Nubia, iii A.D.); [[conqueror]], Eust.157.1; of the Emperor Julian, ''SIG''906B (Magn. Mae., iv A.D.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0256.png Seite 256]] ὁ, der Sieger, Eust.
}}
{{ls
|lstext='''νῑκητής''': -οῦ, ὁ, ([[νικάω]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ νικήσας, Εὐστ. 118. 42· ἐν Ἀττικῇ τινι ἐπιγραφῇ φέρεται νεικητής, Συλλ. Ἐπιγρ. 269. 10. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[νικήτρια]] και νικήτρα (ΑΜ [[νικητής]], θηλ. [[νικήτρια]], Μ θηλ. και νικήτρα) [[νικώ]]<br />αυτός που κερδίζει ή κέρδισε αγώνα οποιουδήποτε είδους, αυτός που νίκησε σε [[μάχη]] ή αγώνα [[εναντίον]] εχθρού ή αντιπάλου (α. «ο [[νικητής]] τών εκλογών» β. «[[αρμονία]] βγαλμένη απ' τους... ύμνους τών νικητών», Ζερβ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] βασιλέων και αυτοκρατόρων, όπως π.χ. του Ιουλιανού<br /><b>2.</b> ο [[κατακτητής]].
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νικητής Medium diacritics: νικητής Low diacritics: νικητής Capitals: ΝΙΚΗΤΗΣ
Transliteration A: nikētḗs Transliteration B: nikētēs Transliteration C: nikitis Beta Code: nikhth/s

English (LSJ)

νικητοῦ, ὁ, winner in games, CIG5035 (Nubia, iii A.D.); conqueror, Eust.157.1; of the Emperor Julian, SIG906B (Magn. Mae., iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 256] ὁ, der Sieger, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

νῑκητής: -οῦ, ὁ, (νικάω) ὡς καὶ νῦν, ὁ νικήσας, Εὐστ. 118. 42· ἐν Ἀττικῇ τινι ἐπιγραφῇ φέρεται νεικητής, Συλλ. Ἐπιγρ. 269. 10. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.

Greek Monolingual

ο, θηλ. νικήτρια και νικήτρα (ΑΜ νικητής, θηλ. νικήτρια, Μ θηλ. και νικήτρα) νικώ
αυτός που κερδίζει ή κέρδισε αγώνα οποιουδήποτε είδους, αυτός που νίκησε σε μάχη ή αγώνα εναντίον εχθρού ή αντιπάλου (α. «ο νικητής τών εκλογών» β. «αρμονία βγαλμένη απ' τους... ύμνους τών νικητών», Ζερβ.)
μσν.
1. τίτλος βασιλέων και αυτοκρατόρων, όπως π.χ. του Ιουλιανού
2. ο κατακτητής.