ξυλοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(9)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksylofagos
|Transliteration C=ksylofagos
|Beta Code=culofa/gos
|Beta Code=culofa/gos
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">eating wood</b>, σκώληξ <span class="bibl">Str.12.7.3</span> ; cj. for <b class="b3">ὑλο-</b>in <span class="bibl">Ant.Lib.22.5</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ον, [[eating wood]], σκώληξ Str.12.7.3; cj. for <b class="b3">ὑλο-</b>in Ant.Lib.22.5.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] Holz fressend, von Würmern, Strab. 12, 7, 3 u. oft.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui mange du bois]].<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]], [[φαγεῖν]].
}}
{{ls
|lstext='''ξῠλοφάγος''': [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ξύλα, [[εἶδος]] σκώληκος γινόμενος ἐν τοῖς στελέχεσι δένδρων, Στράβ. 570, Ἀντ. Λιβερ. 22. 2) ἐπώνυμον τοῦ Καφηρέως, ὡς καταστρέφοντος πλοῖα, Εὐδοκ. Μ. 321, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. σ. 69, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ο, αρσ. και ξυλοφάος και ξυλόφάς (ΑΜ [[ξυλοφάγος]], -ον)<br />(για [[έντομο]]) αυτός που τρέφεται με ξύλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ξυλοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δίθυρων [[μαλακίων]] που ζουν σε βυθισμένα κομμάτια ξύλου και [[είναι]] διαδεδομένα σε όλες τις θάλασσες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ξυλοφάγος]] ή <i>ξυλοφάος</i> ή <i>ξυλοφάς</i><br />[[λίμα]] από χάλυβα, την οποία χρησιμοποιούν οι ξυλουργοί στην [[κατεργασία]] και [[λείανση]] των ξύλων, αλλ. [[ράσπα]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξυλοφάγο</i><br /><b>ζωολ.</b> [[κατηγορία]] κολεόπτερων εντόμων, τα οποία τρέφονται από ξύλα<br /><b>μσν.</b><br />[[επίθετο]] που δινόταν σε [[μερικά]] ακρωτήρια, [[επειδή]] [[κοντά]] σε αυτά [[συχνά]] συνέβαιναν ναυάγια («ἧψε φρυκτὸν περὶ τὰ κοῖλα τῆς Εὐβοίας καὶ ὅν ἄν εἴποιμεν Καφηρέα, νῦν δἐ ξυλοφάγον καλούμενον», Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>xylophaga</i> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξῠλοφάγος:''' [ᾰ],-ον ([[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει το [[ξύλο]]· λέγεται για τον σκώληκα που αναπτύσσεται στα δέντρα, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ξῠλο-[[φάγος]], ον, [φᾰγεῖν]<br />[[eating]] [[wood]], Strab.
}}
}}

Latest revision as of 14:44, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοφάγος Medium diacritics: ξυλοφάγος Low diacritics: ξυλοφάγος Capitals: ΞΥΛΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: xylophágos Transliteration B: xylophagos Transliteration C: ksylofagos Beta Code: culofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, eating wood, σκώληξ Str.12.7.3; cj. for ὑλο-in Ant.Lib.22.5.

German (Pape)

[Seite 281] Holz fressend, von Würmern, Strab. 12, 7, 3 u. oft.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange du bois.
Étymologie: ξύλον, φαγεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ξύλα, εἶδος σκώληκος γινόμενος ἐν τοῖς στελέχεσι δένδρων, Στράβ. 570, Ἀντ. Λιβερ. 22. 2) ἐπώνυμον τοῦ Καφηρέως, ὡς καταστρέφοντος πλοῖα, Εὐδοκ. Μ. 321, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. σ. 69, κτλ.

Greek Monolingual

-ο, αρσ. και ξυλοφάος και ξυλόφάς (ΑΜ ξυλοφάγος, -ον)
(για έντομο) αυτός που τρέφεται με ξύλα
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ξυλοφάγος
ζωολ. γένος δίθυρων μαλακίων που ζουν σε βυθισμένα κομμάτια ξύλου και είναι διαδεδομένα σε όλες τις θάλασσες
2. το αρσ. ως ουσ. ο ξυλοφάγος ή ξυλοφάος ή ξυλοφάς
λίμα από χάλυβα, την οποία χρησιμοποιούν οι ξυλουργοί στην κατεργασία και λείανση των ξύλων, αλλ. ράσπα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυλοφάγο
ζωολ. κατηγορία κολεόπτερων εντόμων, τα οποία τρέφονται από ξύλα
μσν.
επίθετο που δινόταν σε μερικά ακρωτήρια, επειδή κοντά σε αυτά συχνά συνέβαιναν ναυάγια («ἧψε φρυκτὸν περὶ τὰ κοῖλα τῆς Εὐβοίας καὶ ὅν ἄν εἴποιμεν Καφηρέα, νῦν δἐ ξυλοφάγον καλούμενον», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φάγος. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xylophaga < ξύλο + -φαγος].

Greek Monotonic

ξῠλοφάγος: [ᾰ],-ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει το ξύλο· λέγεται για τον σκώληκα που αναπτύσσεται στα δέντρα, σε Στράβ.

Middle Liddell

ξῠλο-φάγος, ον, [φᾰγεῖν]
eating wood, Strab.