ὀλοίτροχος: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oloitrochos | |Transliteration C=oloitrochos | ||
|Beta Code=o)loi/troxos | |Beta Code=o)loi/troxos | ||
|Definition=Ep. ὀλοοίτροχος, ὁ, | |Definition=Ep. [[ὀλοοίτροχος]], ὁ, [[large stone]], [[boulder]], Ἕκτωρ ἀντικρὺ μεμαώς, ὀλοοίτροχος ὣς ἀπὸ πέτρης, ὅν τε κατὰ στεφάνης ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ ῥήξας . . ἔχματα πετρης Il.13.137; = [[τὸ κυλινδρικὸν σχῆμα]], Democr.162; of the rounded muscles of an athlete's arm, ἕστασαν ἠΰτε πέτροι ὀλοίτροχοι, οὕστε κυλίνδων χειμάρρους ποταμὸς μεγάλαις περιέξεσε δίναις Theoc.22.49; rolled down by besieged people upon their assailants, [[Herodotus|Hdt.]]8.52, Orac. ap. eund.5.92.β', X.An.4.2.3, Zos. 1.52. (The ancients derived it from [[ὀλοός]] '[[destructive]]' or from [[ὅλος]], and disagreed as to the breathing and accent, Sch.Il.l.c.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui court <i>ou</i> roule d'une masse (pierre) ; ὁ [[ὀλοίτροχος]] ([[πέτρος]]) bloc de pierre.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝελ, rouler, [[τρέχω]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλοίτροχος]] και [[ὁλοίτροχος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ολοοίτροχος]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλοίτροχος:''' επικ. [[ὀλοοίτροχος]], ὁ ([[εἴλω]], [[volvo]], [[τροχός]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[πέτρα]] λειασμένη ώστε να κυλά, στρογγυλεμένη [[πέτρα]], όπως αυτές που εκσφενδόνιζαν οι πολιορκημένοι [[εναντίον]] των επιτιθέμενων πολιορκητών τους, σε Ηρόδ., Ξεν.· [[ὀλοοίτροχος]], σε Ομήρ. Ιλ. και σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., <i>πέτροι ὁλοίτροχοι</i>, σμιλεμένες στρογγυλές πέτρες, με τις οποίες παρομοιάζονται οι μύες αθλητή, σε Θεόκρ. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[round stone for rolling on to an enemy]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:02, 4 September 2023
English (LSJ)
Ep. ὀλοοίτροχος, ὁ, large stone, boulder, Ἕκτωρ ἀντικρὺ μεμαώς, ὀλοοίτροχος ὣς ἀπὸ πέτρης, ὅν τε κατὰ στεφάνης ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ ῥήξας . . ἔχματα πετρης Il.13.137; = τὸ κυλινδρικὸν σχῆμα, Democr.162; of the rounded muscles of an athlete's arm, ἕστασαν ἠΰτε πέτροι ὀλοίτροχοι, οὕστε κυλίνδων χειμάρρους ποταμὸς μεγάλαις περιέξεσε δίναις Theoc.22.49; rolled down by besieged people upon their assailants, Hdt.8.52, Orac. ap. eund.5.92.β', X.An.4.2.3, Zos. 1.52. (The ancients derived it from ὀλοός 'destructive' or from ὅλος, and disagreed as to the breathing and accent, Sch.Il.l.c.)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court ou roule d'une masse (pierre) ; ὁ ὀλοίτροχος (πέτρος) bloc de pierre.
Étymologie: R. Ϝελ, rouler, τρέχω.
Greek Monolingual
ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α)
βλ. ολοοίτροχος.
Greek Monotonic
ὀλοίτροχος: επικ. ὀλοοίτροχος, ὁ (εἴλω, volvo, τροχός),·
1. πέτρα λειασμένη ώστε να κυλά, στρογγυλεμένη πέτρα, όπως αυτές που εκσφενδόνιζαν οι πολιορκημένοι εναντίον των επιτιθέμενων πολιορκητών τους, σε Ηρόδ., Ξεν.· ὀλοοίτροχος, σε Ομήρ. Ιλ. και σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
2. ως επίθ., πέτροι ὁλοίτροχοι, σμιλεμένες στρογγυλές πέτρες, με τις οποίες παρομοιάζονται οι μύες αθλητή, σε Θεόκρ.