ὀσμηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue

Sophocles, Antigone, 127-128
(9)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=osmiros
|Transliteration C=osmiros
|Beta Code=o)smhro/s
|Beta Code=o)smhro/s
|Definition=ά, όν, = foreg., Id.<span class="title">Fr.</span>74.57. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ὀσμηρός, ὁ,</b> = [[μηδική]], prob. in Ps.-Dsc.2.147.</span>
|Definition=ά, όν, = [[ὀσμήρης]] ([[smelling]], [[odorous]]), Nic. ''Fr.'' 74.57. [[ὀσμηρός]], ὁ, = [[μηδική]], prob. in Ps.-Dsc. 2.147.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0396.png Seite 396]] = Vorigem, Nic. frg. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀσμηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που αναδίδει [[οσμή]], [[οσμήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οσμηρός]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>πιθ.</b> το [[φυτό]] [[μηδική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀσμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[τολμηρός]]). Η λ. ως επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>osmerus</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:57, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσμηρός Medium diacritics: ὀσμηρός Low diacritics: οσμηρός Capitals: ΟΣΜΗΡΟΣ
Transliteration A: osmērós Transliteration B: osmēros Transliteration C: osmiros Beta Code: o)smhro/s

English (LSJ)

ά, όν, = ὀσμήρης (smelling, odorous), Nic. Fr. 74.57. ὀσμηρός, ὁ, = μηδική, prob. in Ps.-Dsc. 2.147.

German (Pape)

[Seite 396] = Vorigem, Nic. frg. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀσμηρός, -ά, -όν)
αυτός που αναδίδει οσμή, οσμήρης
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οσμηρός
ζωολ. γένος σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. πιθ. το φυτό μηδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ηρός (πρβλ. τολμηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. osmerus].