παξαμᾶς: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paksamas
|Transliteration C=paksamas
|Beta Code=pacama=s
|Beta Code=pacama=s
|Definition=ᾶ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">biscuit</b> (so called from the baker Paxamos), Gal.14.537 tit., Suid.:—Dim. παξαμάδιον, τό, Gal.14.554, <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>2.574</span>; παξαμάτιον, <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ᾶ, ὁ, [[biscuit]] (so called from the baker Paxamos), Gal.14.537 tit., Suid.:—Dim. [[παξαμάδιον]], τό, Gal.14.554, Tz.''H.''2.574; παξαμάτιον, ''Glossaria''.
}}
{{bailly
|btext=ᾶ (ὁ) :<br />[[biscotte]], [[biscuit]].<br />'''Étymologie:''' Πάξαμος, cuisinier et pâtissier.
}}
{{ls
|lstext='''παξαμᾶς''': ᾶ, ὁ, ὁ [[δίπυρος]] ἄρτος (κληθεὶς [[οὕτως]] [[ἴσως]] ἀπὸ τοῦ τὰ ὀψαρτυτικὰ γράψαντος Παξάμου), Παλλαδ. Λαυσαϊκ. 1081D, 1082A, Ἀποφθ. Πατέρ. 276C, Ἰω. Μόσχ. 3056C, Λέοντ. Τακτ. 13, 11. ― Ὡσαύτως παξαμάτης, ου, Ἀποφθ. Πατέρ. 241Α.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[διπυρίτης]] [[άρτος]], [[ψωμί]] που ψήθηκε δύο φορές για να διατηρηθεί για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[παξιμάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. σχηματισμένη πιθ. από το όνομα του Παξάμου, συγγραφέα ενός οδηγού μαγειρικής του 1ου μ.Χ. αιώνα].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[biscuite]]<br />Derivatives: [[παξαμίτης]] (Redard Nome en <b class="b3">-της</b> 90), [[παξαμίδιον]] (Gal.)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Would have come from the name of a baker, [[Πάξαμος]] (Gal., Suid.)
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παξαμᾶς Medium diacritics: παξαμᾶς Low diacritics: παξαμάς Capitals: ΠΑΞΑΜΑΣ
Transliteration A: paxamâs Transliteration B: paxamas Transliteration C: paksamas Beta Code: pacama=s

English (LSJ)

ᾶ, ὁ, biscuit (so called from the baker Paxamos), Gal.14.537 tit., Suid.:—Dim. παξαμάδιον, τό, Gal.14.554, Tz.H.2.574; παξαμάτιον, Glossaria.

French (Bailly abrégé)

ᾶ (ὁ) :
biscotte, biscuit.
Étymologie: Πάξαμος, cuisinier et pâtissier.

Greek (Liddell-Scott)

παξαμᾶς: ᾶ, ὁ, ὁ δίπυρος ἄρτος (κληθεὶς οὕτως ἴσως ἀπὸ τοῦ τὰ ὀψαρτυτικὰ γράψαντος Παξάμου), Παλλαδ. Λαυσαϊκ. 1081D, 1082A, Ἀποφθ. Πατέρ. 276C, Ἰω. Μόσχ. 3056C, Λέοντ. Τακτ. 13, 11. ― Ὡσαύτως παξαμάτης, ου, Ἀποφθ. Πατέρ. 241Α.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
διπυρίτης άρτος, ψωμί που ψήθηκε δύο φορές για να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, παξιμάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη πιθ. από το όνομα του Παξάμου, συγγραφέα ενός οδηγού μαγειρικής του 1ου μ.Χ. αιώνα].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: biscuite
Derivatives: παξαμίτης (Redard Nome en -της 90), παξαμίδιον (Gal.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Would have come from the name of a baker, Πάξαμος (Gal., Suid.)