παρανάλωμα: Difference between revisions
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paranaloma | |Transliteration C=paranaloma | ||
|Beta Code=parana/lwma | |Beta Code=parana/lwma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[useless expense]], [[waste]], Plu.''Pyrrh.''30, ''Cic.'' 17; χρόνου Ael. ''VH''1.17; [[incidental waste]], J.''BJ''4.5.2, 5.1.3; of persons, <b class="b3">π. γινόμενοι</b> [[perishing incidentally]], Aesop.345, cf. Demad.2; <b class="b3">μὴ π. γένηται τελευτήσαντος αὐτοῦ</b> lest his death should [[involve]] that of... Ph.2.519; <b class="b3">ἐπ' οὐδενὶ λυσιτελεῖ παρανάλωμα γενησόμενοι</b> ib.600. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0491.png Seite 491]] τό, das daneben, auf verkehrte Weise. ohne Nutzen Verwendete, unnützer Nebenaufwand, Plut. Pyrrh. 30; D. Sic. 14, 5: Ael. V. H. 4. 18 u. a. Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />dépense faite mal à propos <i>ou</i> en pure perte.<br />'''Étymologie:''' [[παραναλίσκω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρᾰνάλωμα:''' ατος (νᾱ) τό бесполезная трата, расточение (π. [[μέγα]] τοῦ πολέμου Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρᾰνάλωμα''': τό, τὸ ἀνωφελῶς ἢ περιττῶς ἀναλωθέν, καὶ τὸ πάρεργον [[ἀνάλωμα]], τοῦ πολέμου Πλουτ. Πύρρ. 30, κτλ.· χρόνου Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 17· - ἐπὶ προσώπου, βάρος μόνον καὶ μηδὲν [[ἄλλο]], [[ἄχθος]], [[φορτίον]], Δημάδης 178. 35, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 14. 5. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[παραναλίσκω]] / <i>παραναλόω</i>]<br />αυτό που ανώφελα, [[χωρίς]] λόγο καταναλώθηκε ή αυτό που άδικα καταστράφηκε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έγινε [[παρανάλωμα]] φωτιάς» — κάηκε εντελώς, καταστράφηκε [[τελείως]], έγινε [[ολοκαύτωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που τυχαία δαπανήθηκε<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παρανάλωμα]] [[γίνομαι]]»<br />(<b>για πρόσ.</b>) καταστρέφομαι [[μάταια]], αφανίζομαι ανώφελα. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρᾰνάλωμα:''' -ατος, τό, ανώφελη [[κατανάλωση]], σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=παρᾰνάλωμα, ατος, τό, [from παρᾰναλίσκω]<br />[[useless]] [[expense]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, useless expense, waste, Plu.Pyrrh.30, Cic. 17; χρόνου Ael. VH1.17; incidental waste, J.BJ4.5.2, 5.1.3; of persons, π. γινόμενοι perishing incidentally, Aesop.345, cf. Demad.2; μὴ π. γένηται τελευτήσαντος αὐτοῦ lest his death should involve that of... Ph.2.519; ἐπ' οὐδενὶ λυσιτελεῖ παρανάλωμα γενησόμενοι ib.600.
German (Pape)
[Seite 491] τό, das daneben, auf verkehrte Weise. ohne Nutzen Verwendete, unnützer Nebenaufwand, Plut. Pyrrh. 30; D. Sic. 14, 5: Ael. V. H. 4. 18 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dépense faite mal à propos ou en pure perte.
Étymologie: παραναλίσκω.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰνάλωμα: ατος (νᾱ) τό бесполезная трата, расточение (π. μέγα τοῦ πολέμου Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰνάλωμα: τό, τὸ ἀνωφελῶς ἢ περιττῶς ἀναλωθέν, καὶ τὸ πάρεργον ἀνάλωμα, τοῦ πολέμου Πλουτ. Πύρρ. 30, κτλ.· χρόνου Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 17· - ἐπὶ προσώπου, βάρος μόνον καὶ μηδὲν ἄλλο, ἄχθος, φορτίον, Δημάδης 178. 35, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 14. 5.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ παραναλίσκω / παραναλόω]
αυτό που ανώφελα, χωρίς λόγο καταναλώθηκε ή αυτό που άδικα καταστράφηκε
νεοελλ.
φρ. «έγινε παρανάλωμα φωτιάς» — κάηκε εντελώς, καταστράφηκε τελείως, έγινε ολοκαύτωμα
αρχ.
1. αυτό που τυχαία δαπανήθηκε
2. φρ. «παρανάλωμα γίνομαι»
(για πρόσ.) καταστρέφομαι μάταια, αφανίζομαι ανώφελα.
Greek Monotonic
παρᾰνάλωμα: -ατος, τό, ανώφελη κατανάλωση, σε Πλούτ.
Middle Liddell
παρᾰνάλωμα, ατος, τό, [from παρᾰναλίσκω]
useless expense, Plut.