συμπρέπω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symprepo
|Transliteration C=symprepo
|Beta Code=sumpre/pw
|Beta Code=sumpre/pw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">befit, beseem</b>, βοὰ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>3.67</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phil.</span>11</span>, <span class="bibl">Aristaenet.1.12</span>.</span>
|Definition=[[befit]], [[beseem]], βοὰ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει Pi.''N.''3.67, cf. Plu.''Phil.''11, Aristaenet.1.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] schicklich übereinstimmen; Plut. Philop. 11; Aristaenet. 1, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] schicklich übereinstimmen; Plut. Philop. 11; Aristaenet. 1, 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />[[s'accorder avec]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πρέπω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-πρέπω &#91;[[σύν]], [[πρέπω]]] [[passen bij]], [[in overeenstemming zijn met]], met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπρέπω:''' [[приличествовать]], [[подобать]], [[соответствовать]] (τινί Pind., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπρέπω''': [[ἐμπρέπω]], [[ἁρμόζω]], βοὰ δὲ νικηφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει, «ἡ βοὴ τοῦ ὕμνου συμπρέπει τῷ νικηφόρῳ Ἀριστοκλείδᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 3. 119, πρβλ. Πλουτ. Φιλοπ. 11· [[σχῆμα]] συμπρέπων τῇ σωφροσύνῃ Ἀρισταίν. 1. 12.
|lstext='''συμπρέπω''': [[ἐμπρέπω]], [[ἁρμόζω]], βοὰ δὲ νικηφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει, «ἡ βοὴ τοῦ ὕμνου συμπρέπει τῷ νικηφόρῳ Ἀριστοκλείδᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 3. 119, πρβλ. Πλουτ. Φιλοπ. 11· [[σχῆμα]] συμπρέπων τῇ σωφροσύνῃ Ἀρισταίν. 1. 12.
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=<i>seul. prés.</i><br />s’accorder avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πρέπω]].
|sltr=[[συμπρέπω]] [[befit]] βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67)
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[ταιριάζω]], [[αρμόζω]], [[συμφωνώ]] (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα [[πρέπει]]», <b>Πίνδ.</b><br />β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πρέπω]] «[[αρμόζω]], [[ταιριάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπρέπω:''' [[ταιριάζω]], [[αρμόζω]], σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[befit]], [[beseem]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 17:02, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρέπω Medium diacritics: συμπρέπω Low diacritics: συμπρέπω Capitals: ΣΥΜΠΡΕΠΩ
Transliteration A: symprépō Transliteration B: symprepō Transliteration C: symprepo Beta Code: sumpre/pw

English (LSJ)

befit, beseem, βοὰ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει Pi.N.3.67, cf. Plu.Phil.11, Aristaenet.1.12.

German (Pape)

[Seite 990] schicklich übereinstimmen; Plut. Philop. 11; Aristaenet. 1, 12.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s'accorder avec, τινι.
Étymologie: σύν, πρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πρέπω [σύν, πρέπω] passen bij, in overeenstemming zijn met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπρέπω: приличествовать, подобать, соответствовать (τινί Pind., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπρέπω: ἐμπρέπω, ἁρμόζω, βοὰ δὲ νικηφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει, «ἡ βοὴ τοῦ ὕμνου συμπρέπει τῷ νικηφόρῳ Ἀριστοκλείδᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 3. 119, πρβλ. Πλουτ. Φιλοπ. 11· σχῆμα συμπρέπων τῇ σωφροσύνῃ Ἀρισταίν. 1. 12.

English (Slater)

συμπρέπω befit βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67)

Greek Monolingual

ΜΑ
ταιριάζω, αρμόζω, συμφωνώ (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα πρέπει», Πίνδ.
β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πρέπω «αρμόζω, ταιριάζω»].

Greek Monotonic

συμπρέπω: ταιριάζω, αρμόζω, σε Πίνδ.

Middle Liddell

to befit, beseem, Pind.