ἀναλακτίζω: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(big3_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=analaktizo | |Transliteration C=analaktizo | ||
|Beta Code=a)nalakti/zw | |Beta Code=a)nalakti/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[kick upwards]], Antyll. ap. Orib.6.31.2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[dar una patada hacia arriba]] τῶν σκελῶν ἀναλακτιζόντων Antyll. en Orib.6.31.2<br /><b class="num">•</b>fig. [[despotricar]], [[despreciar]] ὁ ἀναλακτίσας τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν Clem.Al.<i>Strom</i>.7.16.95. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''ἀναλακτίζω''': [[λακτίζω]] [[ὄπισθεν]], Λατ. recalcitro, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 121: - μεταβ., [[ἀπολακτίζω]] τι, [[ἀπορρίπτω]], περιφρονῶ, ἀναλακτίσας ταὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, ἀπορρίψας αὐτὴν καταφρονητικῶς, Κλήμ. Ἀλεξ. ΙΙ. 532B. | |lstext='''ἀναλακτίζω''': [[λακτίζω]] [[ὄπισθεν]], Λατ. recalcitro, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 121: - μεταβ., [[ἀπολακτίζω]] τι, [[ἀπορρίπτω]], περιφρονῶ, ἀναλακτίσας ταὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, ἀπορρίψας αὐτὴν καταφρονητικῶς, Κλήμ. Ἀλεξ. ΙΙ. 532B. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=(Α [[ἀναλακτίζω]])<br /><b>1.</b> [[κλοτσώ]] [[προς]] τα [[επάνω]] ή [[προς]] τα [[πίσω]] ή κατ’ [[επανάληψη]]<br /><b>2.</b> [[περιφρονώ]], [[απορρίπτω]] περιφρονητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λακτίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναλάκτιση]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:28, 25 August 2023
English (LSJ)
kick upwards, Antyll. ap. Orib.6.31.2.
Spanish (DGE)
dar una patada hacia arriba τῶν σκελῶν ἀναλακτιζόντων Antyll. en Orib.6.31.2
•fig. despotricar, despreciar ὁ ἀναλακτίσας τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν Clem.Al.Strom.7.16.95.
German (Pape)
[Seite 195] hinten ausschlagen, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλακτίζω: λακτίζω ὄπισθεν, Λατ. recalcitro, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 121: - μεταβ., ἀπολακτίζω τι, ἀπορρίπτω, περιφρονῶ, ἀναλακτίσας ταὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, ἀπορρίψας αὐτὴν καταφρονητικῶς, Κλήμ. Ἀλεξ. ΙΙ. 532B.
Greek Monolingual
(Α ἀναλακτίζω)
1. κλοτσώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη
2. περιφρονώ, απορρίπτω περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λακτίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλάκτιση].