ἑλειοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(big3_14b)
mNo edit summary
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἑλειοβάτης
|Full diacritics=ἑλειοβᾰ́της
|Medium diacritics=ἑλειοβάτης
|Medium diacritics=ἑλειοβάτης
|Low diacritics=ελειοβάτης
|Low diacritics=ελειοβάτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eleiovatis
|Transliteration C=eleiovatis
|Beta Code=e(leioba/ths
|Beta Code=e(leioba/ths
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">walking the marsh, marsh-dwelling</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span> 39</span> (anap.).</span>
|Definition=[ᾰ], ἑλειοβάτου, ὁ, [[walking the marsh]], [[marsh-dwelling]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]'' 39 (anap.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[que recorre el pantano]], [[que surca la marisma]] ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται los remeros de las naves del pantano</i> prob. del Delta del Nilo, A.<i>Pers</i>.39.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0794.png Seite 794]] ὁ, sumpfdurchschreitend, Sumpfbewohner, Aesch. Pers. 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0794.png Seite 794]] ὁ, [[sumpfdurchschreitend]], [[Sumpfbewohner]], Aesch. Pers. 39.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui fréquente les marécages]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕλειος]], [[βαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλειοβάτης:''' [[ходящий по болотам]], т. е. [[обитающий в болотных низинах]] (Египта) (ναῶν ἐρέται Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑλειοβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ἕλη, κατοικῶν ἐν τοῖς ἕλεσι, καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται δεινοὶ [[πλῆθος]], «ἑλειοβάται: οἱ τὸ Αἰγύπτιον [[ἕλος]] οἰκοῦντες· ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι· [[ἑλώδης]] γὰρ ἡ [[Αἴγυπτος]]» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 39· κατ’ ἄλλους οἱ κάτοικοι τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, πρβλ. Θουκ. 1. 110.
|lstext='''ἑλειοβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ἕλη, κατοικῶν ἐν τοῖς ἕλεσι, καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται δεινοὶ [[πλῆθος]], «ἑλειοβάται: οἱ τὸ Αἰγύπτιον [[ἕλος]] οἰκοῦντες· ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι· [[ἑλώδης]] γὰρ ἡ [[Αἴγυπτος]]» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 39· κατ’ ἄλλους οἱ κάτοικοι τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, πρβλ. Θουκ. 1. 110.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui fréquente les marécages.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλειος]], [[βαίνω]].
|mltxt=[[ἑλειοβάτης]] και ἑλειβάτης, ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περπατάει [[μέσα]] στα έλη, που κατοικεί σε ελώδη [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> «ἑλειοβάται» — οι κάτοικοι της Αιγύπτου ή του Δέλτα του Νείλου.
}}
}}
{{DGE
{{mdlsj
|dgtxt=-ου, <br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[que recorre el pantano]], [[que surca la marisma]] ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται los remeros de las naves del pantano</i> prob. del Delta del Nilo, A.<i>Pers</i>.39.
|mdlsjtxt=ἑλειο-βᾰ́της, ου, [[βαίνω]]<br />[[walking]] the [[marsh]], [[marsh]]-[[dwelling]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 22:06, 24 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλειοβᾰ́της Medium diacritics: ἑλειοβάτης Low diacritics: ελειοβάτης Capitals: ΕΛΕΙΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: heleiobátēs Transliteration B: heleiobatēs Transliteration C: eleiovatis Beta Code: e(leioba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ἑλειοβάτου, ὁ, walking the marsh, marsh-dwelling, A.Pers. 39 (anap.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
que recorre el pantano, que surca la marisma ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται los remeros de las naves del pantano prob. del Delta del Nilo, A.Pers.39.

German (Pape)

[Seite 794] ὁ, sumpfdurchschreitend, Sumpfbewohner, Aesch. Pers. 39.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui fréquente les marécages.
Étymologie: ἕλειος, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἑλειοβάτης: ходящий по болотам, т. е. обитающий в болотных низинах (Египта) (ναῶν ἐρέται Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑλειοβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ἕλη, κατοικῶν ἐν τοῖς ἕλεσι, καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται δεινοὶ πλῆθος, «ἑλειοβάται: οἱ τὸ Αἰγύπτιον ἕλος οἰκοῦντες· ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι· ἑλώδης γὰρ ἡ Αἴγυπτος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 39· κατ’ ἄλλους οἱ κάτοικοι τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, πρβλ. Θουκ. 1. 110.

Greek Monolingual

ἑλειοβάτης και ἑλειβάτης, ο (Α)
1. αυτός που περπατάει μέσα στα έλη, που κατοικεί σε ελώδη περιοχή
2. «ἑλειοβάται» — οι κάτοικοι της Αιγύπτου ή του Δέλτα του Νείλου.

Middle Liddell

ἑλειο-βᾰ́της, ου, βαίνω
walking the marsh, marsh-dwelling, Aesch.