ἀμφινέμομαι: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(big3_3)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfinemomai
|Transliteration C=amfinemomai
|Beta Code=a)mfine/momai
|Beta Code=a)mfine/momai
|Definition=Med., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dwell round</b>, c. acc. loci, Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο <span class="bibl">Il.2.521</span>; <b class="b3">Ὄλυμπον ἀ</b>., of gods, <span class="bibl">18.186</span>; Ἰθάκην <span class="bibl">Od.19.132</span>; of constellations, δύ' Ἰχθύες ἀμφινέμονται Ἵππον <span class="bibl">Arat.282</span>: abs., <span class="bibl">D.P. 127</span>, al.: metaph., <b class="b3">σὲ ὄλβος ἀ</b>. <b class="b2">encompasses</b> thee, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>5.14</span>.</span>
|Definition=Med., [[dwell round]], c. acc. loci, Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο Il.2.521; <b class="b3">Ὄλυμπον ἀ.</b>, of gods, 18.186; Ἰθάκην Od.19.132; of constellations, δύ' Ἰχθύες ἀμφινέμονται Ἵππον Arat.282: abs., D.P. 127, al.: metaph., <b class="b3">σὲ ὄλβος ἀ.</b> [[encompasses]] thee, Pi.''P.''5.14.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[poblar]], [[habitar]] c. ac. Ὄλυμπον <i>Il</i>.18.186, Σάμον <i>Il</i>.2.634, cf. 521, 649, <i>Od</i>.19.132, Nonn.<i>D</i>.13.404, πόλιν Pi.<i>Fr</i>.119.2, [[ἕδρανον]] Nonn.<i>D</i>.13.312, πεδίον A.R.1.947, πεδίον τὸ Ἀρήιον A.R.3.409, οὐρανόν Q.S.10.289, ὄρεος κορυφάς A.R.4.1150, ῥίον A.R.1.1224, ῥόον Orph.<i>A</i>.1044, πόρον Opp.<i>H</i>.3.420.<br /><b class="num">2</b> [[estar situado junto a]] μετὰ ... δύ' Ἰχθύες ἀμφινέμονται Ἵππον detras del Caballo vienen los dos Peces</i> Arat.282<br /><b class="num">•</b>abs. [[estar congregado]] (αἶγες) σχεδόν Q.S.11.398<br /><b class="num"></b>[[encontrarse]], [[habitar]] νόσφιν A.R.2.999.<br /><b class="num">II</b> c. ac. de pers. [[rodear]] σὲ ... πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεται Pi.<i>P</i>.5.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] (s. [[νέμω]]), rings umweiden, umwohnen, umgeben; Hom. Iliad. 2, 521 οἵ τ' Ἀνεμώρειαν καὶ Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο, 574 Αἴγιον ἀμφενέμοντο, 585 Οἴτυλον ἀμφενέμοντο, 634 οἳ Σάμον ἀμφενέμοντο, 649 οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο, 655 οἳ Ῥόδον ἀμφενέμοντο, 835 οἳ δ' ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο, 853 Σήσαμον ἀμφενέμοντο, Od. 19, 132 οἵ τ' αὐτὴν Ἰθάκην ἀμφινέμονται, Iliad. 18, 186 ἀθανάτων, οἳ Ὄλυμπον ἀγάννιφον ἀμφινέμονται, überall Homerisch das compos. statt des simpl., bewohnen, vgl. Scholl. Ariston. 2, 835<b class="b2"> Πράκτιον:</b> ὅτι [[ἔνιοι]] ποταμὸν λέγουσι τὸν Πράκτιον; – Pind. [[ὄλβος]] σε ἀμφινέμεται, Reichthum umgiebt dich, P. 5, 14; – auch sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] (s. [[νέμω]]), rings umweiden, umwohnen, umgeben; Hom. Iliad. 2, 521 οἵ τ' Ἀνεμώρειαν καὶ Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο, 574 Αἴγιον ἀμφενέμοντο, 585 Οἴτυλον ἀμφενέμοντο, 634 οἳ Σάμον ἀμφενέμοντο, 649 οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο, 655 οἳ Ῥόδον ἀμφενέμοντο, 835 οἳ δ' ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο, 853 Σήσαμον ἀμφενέμοντο, Od. 19, 132 οἵ τ' αὐτὴν Ἰθάκην ἀμφινέμονται, Iliad. 18, 186 ἀθανάτων, οἳ Ὄλυμπον ἀγάννιφον ἀμφινέμονται, überall Homerisch das compos. statt des simpl., bewohnen, vgl. Scholl. Ariston. 2, 835<b class="b2"> Πράκτιον:</b> ὅτι [[ἔνιοι]] ποταμὸν λέγουσι τὸν Πράκτιον; – Pind. [[ὄλβος]] σε ἀμφινέμεται, Reichtum umgiebt dich, P. 5, 14; – auch sp. D.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀμφενεμόμην;<br />résider autour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[νέμομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφινέμομαι:'''<br /><b class="num">1</b> жить вокруг, т. е. обитать, населять (Κρήτην, Ὄλυμπον Hom.; πόλιν Pind.);<br /><b class="num">2</b> [[окружать]] ([[ὄλβος]] ἀμφινέμεταί τινα Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφινέμομαι''': μέσ., [[κυρίως]] ἐπὶ βοῶν, βόσκομαι [[πέριξ]]: ἀκολούθως ἐπὶ ἀνθρώπων, περιοικῶ, κατοικῶ ὁλόγυρα: - μ. αἰτ. τόπου, Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο Ἰλ. Β. 521· Ὄλυμπον ἀμφ., ἐπὶ τῶν θεῶν, Σ. 186· Ἰθάκην Ὀδ. Τ. 132: - μεταφ., [[ὄλβος]] σὲ ἀμφ., περιβάλλει σε, Πινδ. Π. 5.18. ΙΙ. ἐπὶ [[πυρός]], ἐξαπλοῦμαι, ἐπεκτείνομαι, Βυζ. πρβλ. νέμομαι.
|lstext='''ἀμφινέμομαι''': μέσ., [[κυρίως]] ἐπὶ βοῶν, βόσκομαι [[πέριξ]]: ἀκολούθως ἐπὶ ἀνθρώπων, περιοικῶ, κατοικῶ ὁλόγυρα: - μ. αἰτ. τόπου, Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο Ἰλ. Β. 521· Ὄλυμπον ἀμφ., ἐπὶ τῶν θεῶν, Σ. 186· Ἰθάκην Ὀδ. Τ. 132: - μεταφ., [[ὄλβος]] σὲ ἀμφ., περιβάλλει σε, Πινδ. Π. 5.18. ΙΙ. ἐπὶ [[πυρός]], ἐξαπλοῦμαι, ἐπεκτείνομαι, Βυζ. πρβλ. νέμομαι.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀμφενεμόμην;<br />résider autour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[νέμομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only pres. and ipf.: [[dwell]] [[around]], or [[dwell]] [[around]] in, Il. 2.521, Od. 19.132.
|auten=only pres. and ipf.: [[dwell]] [[around]], or [[dwell]] [[around]] in, Il. 2.521, Od. 19.132.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[poblar]], [[habitar]] c. ac. Ὄλυμπον <i>Il</i>.18.186, Σάμον <i>Il</i>.2.634, cf. 521, 649, <i>Od</i>.19.132, Nonn.<i>D</i>.13.404, πόλιν Pi.<i>Fr</i>.119.2, [[ἕδρανον]] Nonn.<i>D</i>.13.312, πεδίον A.R.1.947, πεδίον τὸ Ἀρήιον A.R.3.409, οὐρανόν Q.S.10.289, ὄρεος κορυφάς A.R.4.1150, ῥίον A.R.1.1224, ῥόον Orph.<i>A</i>.1044, πόρον Opp.<i>H</i>.3.420.<br /><b class="num">2</b> [[estar situado junto a]] μετὰ ... δύ' Ἰχθύες ἀμφινέμονται Ἵππον detras del Caballo vienen los dos Peces</i> Arat.282<br /><b class="num">•</b>abs. [[estar congregado]] (αἶγες) σχεδόν Q.S.11.398<br /><b class="num">•</b>[[encontrarse]], [[habitar]] νόσφιν A.R.2.999.<br /><b class="num">II</b> c. ac. de pers. [[rodear]] σὲ ... πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεται Pi.<i>P</i>.5.14.
|mltxt=[[ἀμφινέμομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] [[γύρω]] από κάποιον ή [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]], [[περιστοιχίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφινέμομαι:''' Μέσ., λέγεται για βοοειδή, [[περιτρέφομαι]], ([[βόσκω]] [[τριγύρω]])· [[έπειτα]] λέγεται για πρόσωπα, περικατοικώ, [[διαμένω]] [[τριγύρω]], με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Mid., of [[cattle]], to [[feed]] [[around]]: then, of men, to [[dwell]] [[round]], c. acc. loci, Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφινέμομαι Medium diacritics: ἀμφινέμομαι Low diacritics: αμφινέμομαι Capitals: ΑΜΦΙΝΕΜΟΜΑΙ
Transliteration A: amphinémomai Transliteration B: amphinemomai Transliteration C: amfinemomai Beta Code: a)mfine/momai

English (LSJ)

Med., dwell round, c. acc. loci, Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο Il.2.521; Ὄλυμπον ἀ., of gods, 18.186; Ἰθάκην Od.19.132; of constellations, δύ' Ἰχθύες ἀμφινέμονται Ἵππον Arat.282: abs., D.P. 127, al.: metaph., σὲ ὄλβος ἀ. encompasses thee, Pi.P.5.14.

Spanish (DGE)

I 1poblar, habitar c. ac. Ὄλυμπον Il.18.186, Σάμον Il.2.634, cf. 521, 649, Od.19.132, Nonn.D.13.404, πόλιν Pi.Fr.119.2, ἕδρανον Nonn.D.13.312, πεδίον A.R.1.947, πεδίον τὸ Ἀρήιον A.R.3.409, οὐρανόν Q.S.10.289, ὄρεος κορυφάς A.R.4.1150, ῥίον A.R.1.1224, ῥόον Orph.A.1044, πόρον Opp.H.3.420.
2 estar situado junto a μετὰ ... δύ' Ἰχθύες ἀμφινέμονται Ἵππον detras del Caballo vienen los dos Peces Arat.282
abs. estar congregado (αἶγες) σχεδόν Q.S.11.398
encontrarse, habitar νόσφιν A.R.2.999.
II c. ac. de pers. rodear σὲ ... πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεται Pi.P.5.14.

German (Pape)

[Seite 141] (s. νέμω), rings umweiden, umwohnen, umgeben; Hom. Iliad. 2, 521 οἵ τ' Ἀνεμώρειαν καὶ Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο, 574 Αἴγιον ἀμφενέμοντο, 585 Οἴτυλον ἀμφενέμοντο, 634 οἳ Σάμον ἀμφενέμοντο, 649 οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο, 655 οἳ Ῥόδον ἀμφενέμοντο, 835 οἳ δ' ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο, 853 Σήσαμον ἀμφενέμοντο, Od. 19, 132 οἵ τ' αὐτὴν Ἰθάκην ἀμφινέμονται, Iliad. 18, 186 ἀθανάτων, οἳ Ὄλυμπον ἀγάννιφον ἀμφινέμονται, überall Homerisch das compos. statt des simpl., bewohnen, vgl. Scholl. Ariston. 2, 835 Πράκτιον: ὅτι ἔνιοι ποταμὸν λέγουσι τὸν Πράκτιον; – Pind. ὄλβος σε ἀμφινέμεται, Reichtum umgiebt dich, P. 5, 14; – auch sp. D.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀμφενεμόμην;
résider autour de, acc..
Étymologie: ἀμφί, νέμομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφινέμομαι:
1 жить вокруг, т. е. обитать, населять (Κρήτην, Ὄλυμπον Hom.; πόλιν Pind.);
2 окружать (ὄλβος ἀμφινέμεταί τινα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφινέμομαι: μέσ., κυρίως ἐπὶ βοῶν, βόσκομαι πέριξ: ἀκολούθως ἐπὶ ἀνθρώπων, περιοικῶ, κατοικῶ ὁλόγυρα: - μ. αἰτ. τόπου, Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο Ἰλ. Β. 521· Ὄλυμπον ἀμφ., ἐπὶ τῶν θεῶν, Σ. 186· Ἰθάκην Ὀδ. Τ. 132: - μεταφ., ὄλβος σὲ ἀμφ., περιβάλλει σε, Πινδ. Π. 5.18. ΙΙ. ἐπὶ πυρός, ἐξαπλοῦμαι, ἐπεκτείνομαι, Βυζ. πρβλ. νέμομαι.

English (Autenrieth)

only pres. and ipf.: dwell around, or dwell around in, Il. 2.521, Od. 19.132.

Greek Monolingual

ἀμφινέμομαι (Α)
1. κατοικώ γύρω από κάποιον ή κάπου
2. περιβάλλω, περιστοιχίζω.

Greek Monotonic

ἀμφινέμομαι: Μέσ., λέγεται για βοοειδή, περιτρέφομαι, (βόσκω τριγύρωέπειτα λέγεται για πρόσωπα, περικατοικώ, διαμένω τριγύρω, με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Mid., of cattle, to feed around: then, of men, to dwell round, c. acc. loci, Il.