προσφόρημα: Difference between revisions
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosforima | |Transliteration C=prosforima | ||
|Beta Code=prosfo/rhma | |Beta Code=prosfo/rhma | ||
|Definition=ατος, τό,= | |Definition=-ατος, τό,= [[προσφορά]] ([[victuals]]) ΙΙΙ.2, E.El.423. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0787.png Seite 787]] τό, = [[προσφορά]]; πολλά τοι ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα, Eur. El. 423. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[nourriture]], [[assaisonnement]].<br />'''Étymologie:''' [[προσφορέω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσφόρημα -ατος, τό [προσφορέω] [[voedsel]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσφόρημα:''' ατος τό пища, еда Eur. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσφόρημα''': τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[προσφορέω]], προσφορῶ<br />[[τροφή]], τρόφιμα. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσφόρημα:''' -ατος, τό, τα χρειώδη, [[τροφή]], τρόφιμα, σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[προσφόρημα]], ατος, τό,<br />that [[which]] is set [[before]] one, [[victuals]], Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:36, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,= προσφορά (victuals) ΙΙΙ.2, E.El.423.
German (Pape)
[Seite 787] τό, = προσφορά; πολλά τοι ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα, Eur. El. 423.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nourriture, assaisonnement.
Étymologie: προσφορέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσφόρημα -ατος, τό [προσφορέω] voedsel.
Russian (Dvoretsky)
προσφόρημα: ατος τό пища, еда Eur.
Greek (Liddell-Scott)
προσφόρημα: τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α προσφορέω, προσφορῶ
τροφή, τρόφιμα.
Greek Monotonic
προσφόρημα: -ατος, τό, τα χρειώδη, τροφή, τρόφιμα, σε Ευρ.
Middle Liddell
προσφόρημα, ατος, τό,
that which is set before one, victuals, Eur.