aguantar: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀναμένω]], [[ἀνατλῆναι]], [[ἀνέχομαι]], [[ἀνέχω]], [[ἀντέχω]], [[ἀντικαρτερέω]], [[ἀντίσχω]], [[ἀπισχυρίζομαι]], [[ἀρκέω]], [[ἀρκῶ]], [[ἀτρεμέω]], [[ἀτρεμῶ]], [[βαστάζω]], [[δέχομαι]], [[διαβαστάζω]], [[διακαρτερέω]], [[διαμένω]], [[διαπάσχω]], [[διαρκέω]], [[διαρκῶ]], [[διατλῆναι]], [[διαφέρω]], [[ἐξανέχω]], [[ἐξαρκέω]], [[ἐπιμένω]], [[ἐπιτείνω]], [[ἐπιτολμάω]], [[ἐπιτολμῶ]], [[κρατέω]], [[κρατῶ]], [[κρετέω]], [[κρετῶ]], [[μοχθέω]], [[μοχθῶ]], [[ξυνίστημι]], [[ὀχέω]], [[ὀχῶ]], [[παραμένω]], [[περιμένω]], [[περιφέρω]], [[στέγω]], [[συνίστημι]], [[ταλαιπωροῦμαι]], [[τλάω]], [[τλῶ]], [[τολμάω]], [[τολμῶ]], [[ὑπεκφέρω]], [[ὑπομένω]], [[ὑποφέρω]], [[φέρω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:51, 31 January 2024
Spanish > Greek
ἀναμένω, ἀνατλῆναι, ἀνέχομαι, ἀνέχω, ἀντέχω, ἀντικαρτερέω, ἀντίσχω, ἀπισχυρίζομαι, ἀρκέω, ἀρκῶ, ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ, βαστάζω, δέχομαι, διαβαστάζω, διακαρτερέω, διαμένω, διαπάσχω, διαρκέω, διαρκῶ, διατλῆναι, διαφέρω, ἐξανέχω, ἐξαρκέω, ἐπιμένω, ἐπιτείνω, ἐπιτολμάω, ἐπιτολμῶ, κρατέω, κρατῶ, κρετέω, κρετῶ, μοχθέω, μοχθῶ, ξυνίστημι, ὀχέω, ὀχῶ, παραμένω, περιμένω, περιφέρω, στέγω, συνίστημι, ταλαιπωροῦμαι, τλάω, τλῶ, τολμάω, τολμῶ, ὑπεκφέρω, ὑπομένω, ὑποφέρω, φέρω