ἐξαρκέω
Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
English (LSJ)
I of objects, to be quite enough for, suffice for, τινί Heraclit.114, S.OC6, 1116, Ph.459, etc.; ἔμοιγ' ἐ. ὃς ἂν μὴ κακὸς ᾖ Pl.Prt. 346c; ὁ βίος μοι δοκεῖ τῷ μήκει τοῦ λόγου οὐκ ἐξαρκεῖν Id.Phd. 108d; ἐ. εἴς τι Lys.19.55, 30.20; πρός τι Pl.R. 526d, X.Mem.4.1.5: c. inf., μία μεσότης ἂν ἐξήρκει.. συνδεῖν Pl.Ti.32a: abs., suffice, μέτρια δ' ἐξαρκεῖν ἔφη E.Supp.866, cf. And.4.15; βραχὺς.. ἐξήρκει λόγος D. 18.196.
2 impers., ἐξαρκεῖ = it is enough for, it suffices for, c. dat. pers., Pl.Prt. 336c, al.: with inf. added, ἐ. ἡμῖν ἡσυχίην ἄγειν Hdt.7.161; ἐ. σώματι εἶναι σώματι Pl.R. 341e; also ἐξαρκέσει σοι τύραννον γενέσθαι Id.Alc.2.141a; ἐξαρκέσει εἰπεῖν D.27.12; οὐκ ἐξαρκεῖ περὶ τούτου μόνον αὐτῷ ψεύσασθαι Lys.3.25, cf. Isoc.19.47: c. dat. pers. et part., ταῦτα ἔχουσιν οὐκ ἐξήρκεσεν αὐτοῖς D.47.52: abs., οὐκ ἂν ἐξαρκέσειεν Id.21.129; ἐξαρκεῖ enough! Pl.Grg. 503a, Hp.Ma.302b; ὡς ἐξαρκέσαν, εἰ.. Is.6.13.
II of the subject, to be satisfied with or be content with, κτεάτεσσι Pi.O.5.24; ἐ. διαίτῃ to be strong enough for it, Hp.Aph.1.9; πᾶσιν ἐ. to be a match for all, E.Supp.574: abs., ἐξαρκέσας ἦν Ζεύς Zeus was strong enough, ib.511: c. part., τὸν νοῦν διδάσκαλον ἔχουσα ἐξήρκουν ἐμοί I contented myself, was satisfied with having, Id.Tr.653, cf. Ar.Eq.524; πῶς ἂν.. ἐξαρκέσειε.. ἐκτίνων; how could he pay enough? X.Hier.7.12:—Pass., οὐκ ἐξηρκεῖτο φυγαδεύειν dub. l.in Plb. 13.6.6.
III assist, succour, φίλοις Pi.N.1.32: c. acc., ταῦτα ὁ φίλος πρὸ τοῦ φίλου ἐξήρκεσεν X.Mem.2.4.7.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. c. tema alargado ἐξαρκήσει LXX Nu.11.23]
A intr.
I 1c. suj. de abstr. o cosa bastar, ser suficiente, satisfacer
a) c. dat. de pers. τὸ θεῖον ... ἐξαρκεῖ πᾶσι Heraclit.B 114, ταῖς τηλικαῖσδε σμικρὸς ἐξαρκεῖ λόγος S.OC 1116, cf. Plu.2.678b, ἡ πετραία Σκῦρος ἐξαρκοῦσά μοι ἔσται la rocosa Esciro me bastará (como hogar), S.Ph.459, cf. OC 6, ἐξαρκέσειν δὲ σφίσι τὸν πλοῦτον ... πρὸς τὸ ... bastarles la riqueza para ... X.Mem.4.1.5, cf. Pl.R.526d, Plb.6.49.8, Ph.1.50, Them.Or.13.172b, ἐξήρκει δ' αὐτῷ τὰ εἰς τὸν Ἄρη καὶ Ἀθηνᾶν καὶ τὰ σπονδεῖα Aristox.Fr.82, ταῦτα τοῖς εἰσαγομένοις ἐξαρκεῖ Gal.2.844, τοῦ χρόνου προσάπαξ ἐξαρκοῦντος τῇ γυναικί Iust.Nou.100.2 proem.;
b) c. dat. de abstr. ὁ βίος μοι δοκεῖ ὁ ἑμὸς ... τῷ μήκει τοῦ λόγου οὐκ ἐξαρκεῖν Pl.Phd.108d, οἱ ταῖς ἐπιβολαῖς ἐξαρκέσοντες θησαυροί I.BI 2.361, ἐκείνην (ἡμέραν) ... οὐκ ἐξαρκεῖν τῇ κατηγορίᾳ Plu.Aem.30, cf. 32;
c) c. constr. que expresan finalidad bastar para c. inf. μία μεσότης ἂν ἐξήρκει ... συνδεῖν Pl.Ti.32a, τοὐλάχιστον ἐξαρκεῖν, ὡς ἀποτελέσαι Luc.Herm.62, c. constr. prep. de ac. οὐκ ἐξήρκει τὰ ἐκείνου εἰς τὸν ἔκπλουν la fortuna de aquél no era suficiente para la expedición Lys.19.55, cf. 30.20, Vett.Val.403.19, ὡς μόλις ἐξαρκεῖν τοῖς ζωγράφοις εἰς τὴν ... ποικιλίαν Dsc.5.94.2, οὐδὲ γὰρ ἐξαρκέσουσιν εἰς τὴν πέψιν Gal.10.847, τῶν ... ἐξαρκούντων εἰς τὸν κατὰ λόγον ... βίον las cosas que son suficientes para una vida conforme a la razón Clem.Al.Paed.3.11.55;
d) sin dat. μέτρια δ' ἐξαρκεῖν ἔφη decía que la medida justa bastaba E.Supp.866, cf. Hero Aut.17.2, τοσαῦτα ... ὅσα ἐξαρκεῖ Hp.Oct.3, cf. Morb.4.51, οὐ ... ταῦτα ... ἐξήρκεσεν eso no bastó And.4.15, cf. D.21.129, βραχὺς καὶ σαφὴς ἐξήρκει λόγος D.18.196, ἵνα ἐξαρκοίη (τὰ δ' ἄλλα) πρὸς τὰς δαπάνας Is.7.39, μὴ χεὶρ κυρίου οὐκ ἐξαρκήσει; LXX Nu.11.23, esp. en recetas ἐπίβαλλε ὠοῦ τὸ πυρρὸν ὅσον ἐξαρκεῖ añade la yema de huevo cuanto haga falta Aët.4.19, cf. 6.53, Hippiatr.16.1
•part. subst. τὸ ἐξαρκέον = lo que basta, lo que es satisfactorio u oportuno καθεστάναι ὀρθὼς ἔχων ἐν τῷ ἐξαρκέοντι κείμενος asentarse correctamente en lugar satisfactorio ref. al cuello del útero, Hp.Steril.217
•ἐξαρκεῖ como excl. en diálogos ¡basta ya!, ¡está bien! Pl.Grg.503a, Hp.Ma.302b.
2 c. suj. inf. u oracional, tb. impers. basta, es suficiente c. o sin dat. de pers.:
a) c. inf. sujeto ἐξήρκεε ἡμῖν ... ἡσυχίην ἄγειν Hdt.7.161, cf. Pl.Alc.2.141a, ἀλλ' ἐξαρκῇ σοι ... σέβεσθαι καὶ τιμᾶν τοὺς θεούς X.Mem.4.3.13, εἰ ἐξαρκεῖ σώματι εἶναι σώματι Pl.R.341e, οὐκ ἐξαρκεῖ ... αὐτῷ ψεύσασθαι Lys.3.25, εἰ μὴ μόνον ἐξαρκέσειεν αὐτῇ στέρεσθαι τῶν παίδων si no le hubiera bastado verse privada de sus hijos Isoc.19.47, ἐξαρκήσει περὶ αὐτῶν εἰπεῖν, ὅταν bastará hablar de ello cuando ... D.27.12, cf. Cels.Phil.4.62, tb. c. inf. subst. τοῖς δὲ νικῶσιν ἐξαρκεῖ τὸ σιωπᾶν Plu.Sull.24, cf. D.C.8.1, τὸ καθ' αὑτὸν ... κοσμίως τίθεσθαι ἐξαρκεῖν φημί Arr.An.4.12.6, ἐξήρκει μοι τὸ βούλεσθαι Hld.1.21.2;
b) c. sujeto oracional ἔμοιγε ἐξαρκεῖ ὃς ἂν μὴ κακὸς ᾖ a mí al menos me basta quien no sea un cobarde Simon.37.33, εἰ ... ὁμολογεῖ φαυλότερος εἶναι Σωκράτους διαλεχθῆναι, ἐξαρκεῖ Σωκράτει Pl.Prt.336c, ὡς ἐξαρκέσον εἰ ... como si fuera suficiente que ... Is.6.13;
c) impers. c. part. en dat. εἰ ἐξήρκει τῷ ἀνθρώπῳ ταὐτὰ ἐσθίοντι καὶ πίνοντι βοΐ τε καὶ ἵππῳ si le hubiera bastado al hombre comer las mismas cosas que el buey o el caballo Hp.VM 3, ταῦτα ἔχουσιν οὐκ ἐξήρκεσεν αὐτοῖς no les bastó tener eso D.47.52, cf. Ar.Eq.524.
II c. suj. de pers.
1 tener suficiente, estar satisfecho con, darse por contento c. dat. instrum. εἴ τις ὄλβον ἄρδει, ἐξαρκέων κτεάτεσσι si uno cultiva su fortuna, teniendo suficiente con sus bienes Pi.O.5.24, cf. N.1.34, c. part. ἔχουσα ... ἐξήρκουν ἐμοί me contentaba con tener E.Tr.653, ἐξαρκέσας ἦν Ζεὺς ὁ τιμωρούμενος E.Supp.511, οὐ γὰρ ἠξίωσαν ... τοῦτο γῇ κρύψαντες ἐξαρκεῖν Aristid.Or.1.34
•en v. med. mismo sent., c. inf. οὐκ ἐξηρκεῖτο φυγαδεύειν τοὺς πολίτας no se contentaba con exiliar a los ciudadanos Plb.13.6.6.
2 aguantar, resistir, hacer frente c. dat. ἦ πᾶσιν οὖν <σ'> ἔφυσεν ἐξαρκεῖν πατήρ; E.Supp.574, συντεκμαίρεσθαι ... τὸν νοσέοντα, εἰ ἐξαρκέσει τῇ διαίτῃ valorar si el enfermo aguantará la dieta Hp.Aph.1.9, abs. τοῦτο ποιεῖν, ἢν ἐξαρκῇ ὁ νοσέων Hp.Aph.1.23, cf. Steril.241, τοῦ φαύλου, μηδ' ἂν πρὸς ὀλίγον χρόνον ἐξαρκέσαντος, εἰ ... Chrysipp.Stoic.3.162, οὐκ ἔφασαν τοὺς ἑπομένους ἐς τελέαν ἐξαρκέσαι φθοράν τῶν Μήδων dijeron que sus seguidores no resistieron hasta la destrucción total de los Medos Paus.1.13.5, οἳ μὲν ἐξήρκεσαν μέχρι τῆς τελείας ἀρετῆς Clem.Al.Strom.6.11.96.
3 c. suj. pers. e inf. ser capaz de τὸ κάλλος ὅλον οὐκ ἐξήρκουν ἰδεῖν no era capaz de abarcar con la mirada toda la belleza Ach.Tat.5.1.4, οὐ γὰρ ἐξαρκέσεις ἐξειπεῖν A.Thom.A 78, ἐάνπερ μὴ ἐξαρκέσωμεν ἐξελέσθαι Basil.Ep.73.2, c. part. πῶς ... ἂν τίς ποτε ἐξαρκέσειε τύραννος ... χρήματα ἐκτίνων ὅσους ἀφείλετο ...; ¿cómo un tirano podría ser jamás capaz de devolver cuantos bienes confiscó ...? X.Hier.7.12.
B tr. satisfacer, suplir, proporcionar c. ac. int. φύσις ἐξαρκέει πάντα πᾶσιν Hp.Alim.15, ταῦτα ὁ φίλος πρὸ τοῦ φίλου ἐξήρκεσεν el amigo suplió por su amigo esas cosas X.Mem.2.4.7.
German (Pape)
[Seite 872] (s. ἀρκέω), ausreichen, hinreichen, genügen; ἡ. Σκῦρος ἐξαρκοῦσά μοι ἔσται Soph. Phil. 457, vgl. O. C. 6. 1118; τάδ' ἐξαρκεῖ πόσει Eur. Hipp. 280; πᾶσιν, Allen gewachsen sein, Suppl. 574; ἐμοὶ σὺ ἐξαρκεῖς εἷς ὢν μόνος Plat. Gorg. 475 e; πρός τι, Rep. VII, 526 d Xen. Mem. 4, 1, 5; εἴς τι, Xen. u. Sp.; ὁ βίος μοι δοκεῖ τῷ μήκει τ οῦ λόγου οὐκ ἐξαρκεῖν Plat. Phaed. 108 d; abs., οὐ ταῦτα μόνον ἕξήρκεσεν Andoc. 4, 15; ὡς ἐξαρκέσον, als werde es hinreichen, Is. 6, 13; imperson., ἐξαρκεῖ μοι, es genügt mir, ἐξήρκει ἡμῖν ἡσυχίην ἄγειν Her. 7, 161; Antiph. 1, 10. 5, 66; οἷς οὐκ ἐξαρκεῖ ὁρᾶν Isocr. 4, 123; ἐξαρκεῖ αὐτοῖς καταζῆν ἀγάμοις Plat. Conv. 192 b; εἰ ἐξαρκεῖ σώματι εἶναι σώματι Rep. I, 341 e; ἐξαρκέσει αὐτῷ ὁπότερ' ἂν ποιῶμεν Conv. 176 c; ἐξαρκέσει σοι τύραννον γενέσθαι Alc. II, 141 a; – c. partic., καὶ ταῦτα ἔχουσιν οὐκ ἐξήρκεσεν αὐτοῖς, es genügte ihnen nicht, dies zu haben, Dem. 47, 52; τὸν νοῦν διδάσκαλον ἔχουσα χρηστὸν ἐξήρκουν ἐμοί, ich war zufrieden, ihn zu haben, Eur. Tr. 648; Ar. Equ. 522; πῶς ἂν ἐξαρκέσειεν ὁ τύραννος χρήματα ἐκτίνων, wie sollte er im Stande sein zu bezahlen? Xen. Hier. 2, 12. – Bei Pind. φίλοις ἐξαρκεῖν, ihnen hinreichende Dienste leisten, N. 1, 32; κτεάτεσσι, genug davon haben, Ol. 5, 24; τὶ πρό τινος, Etwas für Jemanden darbringen, Xen. Msm. 2, 4, 7.
French (Bailly abrégé)
ἐξαρκῶ :
impf. ἐξήρκουν, f. ἐξαρκέσω, ao. ἐξήρκεσα;
1 suffire à avec un suj. de chose : τινι à qqn ou à qch ; πρός τι, εἴς τι pour qch ; abs. être suffisant, suffire ; avec l'inf. il me suffit de, il suffit, c'est assez;
2 subvenir à, venir en aide à : τι πρό τινος à qqn en qch.
Étymologie: ἐξ, ἀρκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαρκέω:
1 быть достаточным, хватать (τινι Soph., Plat., Plut., πρός τι Xen., Plat. и εἴς τι Plat.): ἐμοὶ σὺ ἐξαρκεῖς εἷς ὢν μόνος Plat. с меня достаточно тебя одного; μέτρια ἐξαρκεῖν ἔφη Eur. он сказал, что достаточно и умеренного, т. е. что нужно довольствоваться малым; ἐξαρκεῖ Plut. довольно, хватит; ἐξήρκουν ἔχειν τι Eur. довольствоваться чем-л.;
2 быть в состоянии (πῶς ἂν ἐξαρκέσειε χρήματα ἐκτίνων; Xen.): ἐξαρκέσας ἦν Ζεὺς ὁ τιμωρούμενος Eur. Зевс был достаточно могуществен, чтобы покарать; ἐξήρκεε ἡμῖν ἡσυχίην ἄγειν Her. мы могли (тогда) чувствовать себя спокойными; μόλις εἰς Ῥώμην ἐξαρκέσων κομισθῆναι διὰ γῆρας Plut. от старости он едва ли будет в состоянии прибыть в Рим; πᾶσιν ἐ. Eur. справляться со всем, быть всесильным;
3 обладать в достаточном количестве (κτεάτεσσι Pind.);
4 приходить на площадь, помогать (φίλοις Pind.): ἐ. τι πρό τινος Xen. помогать кому-л. в чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαρκέω: μέλλ. -έσω: Ι. ἐπὶ πραγμάτων, ὡς καὶ νῦν, τοῦ σμικροῦ δ’ ἔτι μεῖον φέροντα, καὶ τόδ’ ἐξαρκοῦν ἐμοὶ Σοφ. Ο. Κ. 6, πρβλ. 1116· ἀλλ’ ἡ πετραία Σκῦρος ἐξαρκοῦσά μοι ἔσται τὸ λοιπὸν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 459, κτλ.· ἔμοιγε ἐξ. ὃς ἂν μὴ κακὸς ᾖ Σιμωνίδ. 12. 9· ὁ βίος τῷ μήκει τοῦ λόγου οὐκ ἐξαρκεῖ Πλάτ. Φαίδων 108D· ἐξ. εἴς τι ὁ αὐτ. Λύσ. 185Ε· πρός τι ὁ αὐτ. Πολ. 526D, Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 5· μετ' ἀπαρ., μία μεσότης ἂν ἐξήρκει... ξυνδεῖν Πλάτ. Τίμ. 32Α· ἀπολ., εἶμαι ἀρκετός, μέτρια δ’ ἐξαρκεῖν ἔφη Εὐρ. Ἱκ. 866, πρβλ. Ἀνδοκ. 31. 1· βραχύς... ἐξήρκει λόγος Δημ. 293, 25. 2) ἀπροσώπ., ἐξαρκεῖ, εἶναι ἀρκετόν, ἀρκεῖ, «φθάνει», μετὰ δοτ. προσ., Πλάτ. Πρωτ. 330C κ. ἀλλ.· τῇ προσθήκῃ ἀπαρ., ἐξ. ἡμῖν ἡσυχίην ἄγειν Ἡρόδ. 7. 161· ἐξ. σώματι εἶναι σώματι ἢ προσδεῖταί τινος Πλάτ. Πολ. 341Ε· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐξαρκέσει σοι τύραννον γενέσθαι ὁ αὐτ. Ἀλκ. Δεύτερος 141Α· ἐξαρκέσει εἰπεῖν Δημ. 817. 11· οὐκ ἐξαρκεῖ μόνον τινίν, δὲν εἶναι ἀρκετὸν δι’ αὐτὸν ἁπλῶς νά..., Λυσ. 98. 29, Ἰσοκρ. 394Α· μετὰ δοτ. προσ. καὶ μετοχ., ταῦτα ἔχουσιν οὐκ ἐξήρκεσεν αὐτοῖς Δημ. 1155. 7: - ἀπολ., οὐκ ἂν ἐξαρκέσειεν ὁ αὐτ. 557. 11· ἐξαρκεῖ, ἀρκεῖ, «φθάνει», Πλάτ. Γοργ. 503Α, Ἱππ. Μείζ. 302Β. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ὑποκειμένου, ἐξαρκοῦμαι, ἐξαρκέων κτεάτεσσι, «ἀντὶ ἐξαρκούμενος· καὶ ἔστιν ἀλλοίωσις κατὰ διάθεσιν» (Σχόλ.), Πίνδ. Ο. 5. 55· ἐπὶ νοσοῦντος, εἶμαι ἀρκούντως ἰσχυρός, ἀντέχω, συντεκμαίρεσθαι δὲ χρὴ καὶ τὸν νοσέοντα εἰ ἐξαρκέσει τῇ διαίτῃ πρὸς τὴν ἀκμὴν τῆς νόσου Ἱππ. Ἀφορ. 1243. 28· ἧ πᾶσιν οὖν σ’ ἔφυσεν ἐξαρκεῖν πατήρ; σὲ ἔκαμε λοιπὸν ὁ πατήρ σου τοιοῦτον ὥστε νὰ εἰμπορῇς νὰ τὰ βάλλῃς μὲ ὅλους; Εὐρ. Ἱκ. 574· ἀπολ., ἐξαρκέσας ἦν Ζεὺς ὁ τιμωρούμενος αὐτόθι 511: - μετὰ μετοχ., τὸν νοῦν διδάσκαλον ἔχουσα ἐξήρκουν ἐμοί, ἠρκούμην, ἤμην εὐχαριστημένος, ὁ αὐτ. Τρῳ. 648, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 524· πῶς ἂν... ἐξαρκέσειε... ἐκτίνων; πῶς ἠδύνατο νὰ ἐπαρκέσῃ... πληρώνων, Ξεν. Ἱέρ. 7, 12· μετοχὴ δὲ ἐξυπακούεται μετὰ τὸ ἐξαρκῶ ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 7, πολλάκις δὲ ἃ πρὸ αὐτοῦ τις οὐκ ἐξειργάσατο ἢ οὐκ εἶδεν ἢ οὐκ ἤκουσεν ἢ οὐ διήνυσε, ταῦτα ὁ φίλος πρὸς τοὺς φίλους ἐξήρκεσεν (ἐξυπ. ἐξεργασάμενος, ἰδών, κτλ.). ΙΙΙ. ἐπικουρῶ, βοηθῶ, φίλοις Πινδ. Ν. 1. 47.
English (Slater)
ἐξαρκέω satisfy, be generous ὑγίεντα δ εἴ τις ὄλβον ἄρδει, ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς (O. 5.24) εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι φίλοις ἐξαρκέων N.1.32.
Greek Monotonic
ἐξαρκέω: μέλ. -έσω,
I. 1. λέγεται για αντικείμενα, επαρκώ, είμαι αρκετός, φθάνω για, τινί, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· πρός τι, σε Ξεν.· απόλ., αρκώ, είμαι επαρκής, σε Ευρ., Δημ.
2. απρόσ., ἐξαρκεῖ, είναι αρκετό για, αρκεί, φθάνει για, με δοτ. προσ., σε Ηρόδ., Αττ.
II. λέγεται για πρόσωπα, είμαι ικανοποιημένος με, ταιριάζω για, με δοτ., σε Ευρ.· με μτχ., είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος με την κατοχή, κτήση κάποιου πράγματος, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. έσω
I. of objects, to be quite enough for, suffice for, τινί Soph., Plat., etc.; πρός τι Xen.: absol. to suffice, be sufficient, Eur., Dem.
2. impers., ἐξαρκεῖ it is enough for, suffices for, c. dat. pers., Hdt., Attic
II. of persons, to be satisfied with, to be a match for, c. dat., Eur.:—c. part. to be content with having, Eur.