ἀνθρήνη: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthrini | |Transliteration C=anthrini | ||
|Beta Code=a)nqrh/nh | |Beta Code=a)nqrh/nh | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ, [[hornet]], [[wasp]], Ar.''Nu.''947; in Arist. the name seems to be given to several diff. species, ''HA''628b32,al. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀνθρήν, -ῆνος Tz.<i>Comm</i>.Ar.2.594.4<br />[[avispón]], [[abejorro]] Ar.<i>Nu</i>.947, del que hay diferentes especies, Arist.<i>HA</i> 628<sup>b</sup>32.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Suele relacionarse c. [[ἀθήρ]], [[ἀνθέριξ]], etc., e.d., el n. de este insecto contendría una alusión al aguijón. Por otra parte, el suf. -ήνη es común en los préstamos de lenguas pregriegas. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] ἡ, Waldbiene, bei Dichtern übh. Biene, Ar. Nubb. 947. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />bourdon, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt égéen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθρήνη:''' ἡ [[шершень]] Arph., Arst. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνθρήνη''': ἡ, καθ’ Ἡσύχ. «[[εἶδος]] μελίσσης», κατὰ Σουΐδ. «[[εἶδος]] σφηκὸς ἡ [[ἀνθρήνη]], καταχρῶνται δὲ οἱ ποιηταὶ καὶ ἐπὶ μελισσῶν… [[συγγενής]] ἐστι τῇ μελίσσῃ ἡ [[ἀνθρήνη]], σφηκὶ παραπλησία». - κατ’ Ἀριστοτ. αἱ ἀνθρῆναι ἀποτελοῦσι γένη συγγενικὰ ταῖς μελίτταις καὶ τοῖς σφηξίν, αἱ ἀνθρῆναι [[εἶναι]] παμφαγώτεραι καὶ ποικιλώτεραι τῶν μελισσῶν, κτλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5, 23, 9. 42, 1, καὶ ἀλλαχοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 947. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνθρήνη]], η (Α)<br />[[είδος]] μέλισσας (Ησύχιος) ή σφήκας ([[Σούδα]]). (Κατά τον Αριστοτέλη η [[λέξη]] δήλωνε διάφορα είδη συγγενικά με τις μέλισσες και τις σφήκες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπάρχει η [[τάση]] να συνδέεται ο τ. [[ανθρήνη]] με τα [[αθήρ]], [[ανθέριξ]] «το ακανθώδες [[μέρος]] του σταχιού και [[αιχμή]], [[κόψη]] κοφτερών οργάνων και ειδικότερα όπλων» λόγω της έννοιας «[[κεντώ]], [[τρυπώ]], [[είμαι]] [[οξύς]]». Εντούτοις, αν η λ. [[ανθρήνη]] [[είναι]] η αρχαιότερη, [[είναι]] δυνατόν να αποτελεί [[δάνειο]] αιγαιακής προέλευσης]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνθρήνη:''' ἡ, [[σφήκα]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[Deriv. [[unknown]].]<br />a [[hornet]], [[wasp]], Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, hornet, wasp, Ar.Nu.947; in Arist. the name seems to be given to several diff. species, HA628b32,al.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): tb. ἀνθρήν, -ῆνος Tz.Comm.Ar.2.594.4
avispón, abejorro Ar.Nu.947, del que hay diferentes especies, Arist.HA 628b32.
• Etimología: Suele relacionarse c. ἀθήρ, ἀνθέριξ, etc., e.d., el n. de este insecto contendría una alusión al aguijón. Por otra parte, el suf. -ήνη es común en los préstamos de lenguas pregriegas.
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, Waldbiene, bei Dichtern übh. Biene, Ar. Nubb. 947.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
bourdon, insecte.
Étymologie: DELG pê emprunt égéen.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρήνη: ἡ шершень Arph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρήνη: ἡ, καθ’ Ἡσύχ. «εἶδος μελίσσης», κατὰ Σουΐδ. «εἶδος σφηκὸς ἡ ἀνθρήνη, καταχρῶνται δὲ οἱ ποιηταὶ καὶ ἐπὶ μελισσῶν… συγγενής ἐστι τῇ μελίσσῃ ἡ ἀνθρήνη, σφηκὶ παραπλησία». - κατ’ Ἀριστοτ. αἱ ἀνθρῆναι ἀποτελοῦσι γένη συγγενικὰ ταῖς μελίτταις καὶ τοῖς σφηξίν, αἱ ἀνθρῆναι εἶναι παμφαγώτεραι καὶ ποικιλώτεραι τῶν μελισσῶν, κτλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5, 23, 9. 42, 1, καὶ ἀλλαχοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 947.
Greek Monolingual
ἀνθρήνη, η (Α)
είδος μέλισσας (Ησύχιος) ή σφήκας (Σούδα). (Κατά τον Αριστοτέλη η λέξη δήλωνε διάφορα είδη συγγενικά με τις μέλισσες και τις σφήκες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπάρχει η τάση να συνδέεται ο τ. ανθρήνη με τα αθήρ, ανθέριξ «το ακανθώδες μέρος του σταχιού και αιχμή, κόψη κοφτερών οργάνων και ειδικότερα όπλων» λόγω της έννοιας «κεντώ, τρυπώ, είμαι οξύς». Εντούτοις, αν η λ. ανθρήνη είναι η αρχαιότερη, είναι δυνατόν να αποτελεί δάνειο αιγαιακής προέλευσης].
Greek Monotonic
ἀνθρήνη: ἡ, σφήκα, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).