σαπφείρινος: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sapfeirinos | |Transliteration C=sapfeirinos | ||
|Beta Code=sapfei/rinos | |Beta Code=sapfei/rinos | ||
|Definition=η, ον, < | |Definition=η, ον, of or like [[lapis lazuli]], Philostr.''VA''1.25, Ps.-Callisth. 3.8, Sch.A.R.2.395 codd.; <b class="b3">δελματικὴ σαπιρίνη</b> (sic) ''PTeb.'' 405.10 (iii A.D.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0862.png Seite 862]] sapphiren, von Sapphir, Philostr. V. Apoll. 1, 25. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σαπφείρῐνος:''' [[сапфировый]], [[лазоревый]] ([[χρῶμα]] Arst.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σαπφείρινος''': -η, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σάπφειρον, κατεσκευασμένος ἐκ σαπφείρου, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 8, Φιλόστρ. 34· [[ὡσαύτως]] -ος, -ον. Ψευδο-Καλλισθ. 1. 4. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[σαπφείρινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ, και σαμπφείρινος, -ίνη, -ον, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σάπφειρο ή αυτός που έχει κατασκευαστεί από σάπφειρο, ζαφιρένιος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> αυτός που έχει [[χρώμα]] σαπφείρου, [[κυανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάπφειρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[ξύλινος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, of or like lapis lazuli, Philostr.VA1.25, Ps.-Callisth. 3.8, Sch.A.R.2.395 codd.; δελματικὴ σαπιρίνη (sic) PTeb. 405.10 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 862] sapphiren, von Sapphir, Philostr. V. Apoll. 1, 25.
Russian (Dvoretsky)
σαπφείρῐνος: сапфировый, лазоревый (χρῶμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σαπφείρινος: -η, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σάπφειρον, κατεσκευασμένος ἐκ σαπφείρου, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 8, Φιλόστρ. 34· ὡσαύτως -ος, -ον. Ψευδο-Καλλισθ. 1. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο / σαπφείρινος, -ίνη, -ον, ΝΑ, και σαμπφείρινος, -ίνη, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σάπφειρο ή αυτός που έχει κατασκευαστεί από σάπφειρο, ζαφιρένιος
νεοελλ.
συνεκδ. αυτός που έχει χρώμα σαπφείρου, κυανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπφειρος + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].