σκευώρημα: Difference between revisions
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
(11) |
mNo edit summary |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skevorima | |Transliteration C=skevorima | ||
|Beta Code=skeuw/rhma | |Beta Code=skeuw/rhma | ||
|Definition= | |Definition=σκευωρήματος, τό, [[fabrication]], [[fraud]], D.36.33, 41.24. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] τό, schlaue, listige, tückische Handlung; ἀλλ' εἶναι τοῦτο [[πλάσμα]] καὶ [[σκευώρημα]] εὑρήσετε, Dem. 36, 33, vgl. 41, 24. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[machination]], [[intrigue]].<br />'''Étymologie:''' [[σκευωρέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκευώρημα:''' σκευωρήματος τό [[происки]], [[махинации]], [[обман]] Dem.: τὸ σ. τῆς δόξης Plut. плод воображения, вымысел. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκευώρημα''': τό, [[ἐπινόημα]], [[τέχνασμα]], [[ἀπάτη]], Δημ. 955. 3., 1035. 14. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πλάσμα]], [[κακουργία]], [[κατασκευή]], τὸ γινόμενον [[κατασκεύασμα]] εἰς βλάβην». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σκαιώρημα]], σκευωρήματος, τὸ, ΜΑ [[σκευωροῦμαι]]<br />[[πράξη]] δολερή και απατηλή, [[σκευωρία]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκευώρημα:''' σκευωρήματος, τό, [[τέχνασμα]], [[απάτη]], [[δόλος]], [[μηχανορραφία]], σε Δημ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σκευώρημα]], σκευωρήματος, τό, [from [[σκευωρέομαι]]<br />a [[fabrication]], [[fraud]], Dem. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[concoction]], [[fabrication]], [[anything spurious]], [[what is concocted]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:01, 2 November 2024
English (LSJ)
σκευωρήματος, τό, fabrication, fraud, D.36.33, 41.24.
German (Pape)
[Seite 894] τό, schlaue, listige, tückische Handlung; ἀλλ' εἶναι τοῦτο πλάσμα καὶ σκευώρημα εὑρήσετε, Dem. 36, 33, vgl. 41, 24.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
machination, intrigue.
Étymologie: σκευωρέω.
Russian (Dvoretsky)
σκευώρημα: σκευωρήματος τό происки, махинации, обман Dem.: τὸ σ. τῆς δόξης Plut. плод воображения, вымысел.
Greek (Liddell-Scott)
σκευώρημα: τό, ἐπινόημα, τέχνασμα, ἀπάτη, Δημ. 955. 3., 1035. 14. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πλάσμα, κακουργία, κατασκευή, τὸ γινόμενον κατασκεύασμα εἰς βλάβην».
Greek Monolingual
και σκαιώρημα, σκευωρήματος, τὸ, ΜΑ σκευωροῦμαι
πράξη δολερή και απατηλή, σκευωρία.
Greek Monotonic
σκευώρημα: σκευωρήματος, τό, τέχνασμα, απάτη, δόλος, μηχανορραφία, σε Δημ.
Middle Liddell
σκευώρημα, σκευωρήματος, τό, [from σκευωρέομαι
a fabrication, fraud, Dem.
English (Woodhouse)
concoction, fabrication, anything spurious, what is concocted