Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spastikos
|Transliteration C=spastikos
|Beta Code=spastiko/s
|Beta Code=spastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drawing in, absorbing</b>, τῆς τροφῆς <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>683a22</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Pr.</span>881b15</span>; σ. ζῴδια <b class="b2">Cat. Cod.Astr</b>. <span class="bibl">1.166</span>, <span class="bibl">4.152</span>, <span class="bibl">8(3).100</span>.</span>
|Definition=σπαστική, σπαστικόν, [[drawing in]], [[absorbing]], τῆς τροφῆς [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''683a22, cf. ''Pr.''881b15; σ. ζῴδια ''Cat. Cod.Astr''. 1.166, 4.152, 8(3).100.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0918.png Seite 918]] ziehend, zuckend, Arist. H. A. 10, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''σπαστικός:''' [[втягивающий]], [[вбирающий внутрь]] Arst.
}}
{{ls
|lstext='''σπαστικός''': -ή, -όν, ([[σπάω]]) ὁ συνέλκων, ἀπορροφῶν, πρὸς αὐτὴν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 4· τῆς τροφῆς ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 13.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σπαστικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για παθολογική [[κατάσταση]]) αυτός που προκαλείται ή συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπαστική [[βρογχίτιδα]]» β. «σπαστική [[κολίτιδα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σπαστικά</i><br /><b>ιατρ.</b> [[παιδιά]] που πάσχουν από βρεφική [[εγκεφαλοπάθεια]] οφειλόμενη σε συνθήκες ανοξίας [[κατά]] τον τοκετό<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> πολύ [[ενοχλητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που απορροφά, [[απορροφητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[σπαστικός]] έχει προέλθει από το ρηματ. επίθ. του [[σπάω]] / <i>σπώ</i>, το οποίο απαντά μόνο σε συνθ. τ. με τη [[μορφή]] -<i>σπαστος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαστικός Medium diacritics: σπαστικός Low diacritics: σπαστικός Capitals: ΣΠΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: spastikós Transliteration B: spastikos Transliteration C: spastikos Beta Code: spastiko/s

English (LSJ)

σπαστική, σπαστικόν, drawing in, absorbing, τῆς τροφῆς Arist.PA683a22, cf. Pr.881b15; σ. ζῴδια Cat. Cod.Astr. 1.166, 4.152, 8(3).100.

German (Pape)

[Seite 918] ziehend, zuckend, Arist. H. A. 10, 1.

Russian (Dvoretsky)

σπαστικός: втягивающий, вбирающий внутрь Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σπαστικός: -ή, -όν, (σπάω) ὁ συνέλκων, ἀπορροφῶν, πρὸς αὐτὴν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 4· τῆς τροφῆς ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 13.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπαστικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. (για παθολογική κατάσταση) αυτός που προκαλείται ή συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπαστική βρογχίτιδα» β. «σπαστική κολίτιδα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπαστικά
ιατρ. παιδιά που πάσχουν από βρεφική εγκεφαλοπάθεια οφειλόμενη σε συνθήκες ανοξίας κατά τον τοκετό
3. μτφ. πολύ ενοχλητικός
αρχ.
αυτός που απορροφά, απορροφητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σπαστικός έχει προέλθει από το ρηματ. επίθ. του σπάω / σπώ, το οποίο απαντά μόνο σε συνθ. τ. με τη μορφή -σπαστος].