σταδιοδρομέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
(11)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stadiodromeo
|Transliteration C=stadiodromeo
|Beta Code=stadiodrome/w
|Beta Code=stadiodrome/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">run in the stadium, race</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Thg.</span>129a</span>, <span class="bibl">D.59.121</span> (<b class="b3">στάδια δραμοῦμαι</b> shd. be read for <b class="b3">σταδιοδρομοῦμαι</b> (<b class="b3">-α⟩οδρ-</b> cod. L) in <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>863</span>).</span>
|Definition=[[run in the stadium]], [[race]], Pl.''Thg.''129a, D.59.121 (<b class="b3">στάδια δραμοῦμαι</b> should be read for [[σταδιοδρομοῦμαι]] (<b class="b3">-α⟩οδρ-</b> cod. L) in E.''HF''863).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0926.png Seite 926]] im Stadion laufen, um die Wette laufen; Plat. Theag. 129 a; Dem. 59, 121; Plut. – Dazu hat Eur. Herc. Fur. 863 (wie von σταδιοτρέχω gebildet) das fut. σταδιοδραμοῦμαι, wo Herm. στάδια δραμοῦμαι lesen wollte; vgl. Lob. zu Phryn. 618.
}}
{{bailly
|btext=[[σταδιοδρομῶ]] :<br />[[courir dans le stade]], [[disputer le prix de la course]].<br />'''Étymologie:''' [[σταδιοδρόμος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σταδιοδρομέω [σταδιοδρόμος] [[stadionrenner zijn]].
}}
{{elru
|elrutext='''στᾰδιοδρομέω:''' [[состязаться в беге]] Plat., Dem., Plut.
}}
{{ls
|lstext='''στᾰδιοδρομέω''': [[τρέχω]] ἐν τῷ σταδίῳ, [[ἀγωνίζομαι]] εἰς τὸν δρόμον, Πλάτ. Θεάγ. 129 Α, Δημ. 1386. 10˙ - ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 863, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν ἀνώμαλον τύπον σταδιοδραμοῦμαι, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς [[τύπος]] σταδιοδρομήσω ἐξ ἴσου θὰ ἥρμοζεν εἰς τὸ [[μέτρον]], ὁ Ἕρμανν. Προτείνει στάδια [[δραμοῦμαι]]˙ ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 618.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στᾰδιοδρομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τρέχω]] στο [[στάδιο]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε αγώνα δρόμου, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στᾰδιοδρομέω, fut. -ήσω<br />to run in the [[stadium]], Dem. [from στᾰδιοδρόμος]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=[[ἀγωνίζομαι]] στό δρόμο). Παρασύνθετο ἀπό τό [[σταδιοδρόμος]] → [[στάδιον]] (τοῦ [[ἵστημι]]) + [[δραμεῖν]] (τοῦ [[τρέχω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα [[ἵστημι]] καί [[τρέχω]].
}}
}}

Latest revision as of 18:41, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδιοδρομέω Medium diacritics: σταδιοδρομέω Low diacritics: σταδιοδρομέω Capitals: ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΕΩ
Transliteration A: stadiodroméō Transliteration B: stadiodromeō Transliteration C: stadiodromeo Beta Code: stadiodrome/w

English (LSJ)

run in the stadium, race, Pl.Thg.129a, D.59.121 (στάδια δραμοῦμαι should be read for σταδιοδρομοῦμαι (-α⟩οδρ- cod. L) in E.HF863).

German (Pape)

[Seite 926] im Stadion laufen, um die Wette laufen; Plat. Theag. 129 a; Dem. 59, 121; Plut. – Dazu hat Eur. Herc. Fur. 863 (wie von σταδιοτρέχω gebildet) das fut. σταδιοδραμοῦμαι, wo Herm. στάδια δραμοῦμαι lesen wollte; vgl. Lob. zu Phryn. 618.

French (Bailly abrégé)

σταδιοδρομῶ :
courir dans le stade, disputer le prix de la course.
Étymologie: σταδιοδρόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταδιοδρομέω [σταδιοδρόμος] stadionrenner zijn.

Russian (Dvoretsky)

στᾰδιοδρομέω: состязаться в беге Plat., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰδιοδρομέω: τρέχω ἐν τῷ σταδίῳ, ἀγωνίζομαι εἰς τὸν δρόμον, Πλάτ. Θεάγ. 129 Α, Δημ. 1386. 10˙ - ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 863, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν ἀνώμαλον τύπον σταδιοδραμοῦμαι, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς τύπος σταδιοδρομήσω ἐξ ἴσου θὰ ἥρμοζεν εἰς τὸ μέτρον, ὁ Ἕρμανν. Προτείνει στάδια δραμοῦμαι˙ ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 618.

Greek Monotonic

στᾰδιοδρομέω: μέλ. -ήσω, τρέχω στο στάδιο, λαμβάνω μέρος σε αγώνα δρόμου, σε Δημ.

Middle Liddell

στᾰδιοδρομέω, fut. -ήσω
to run in the stadium, Dem. [from στᾰδιοδρόμος]

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=ἀγωνίζομαι στό δρόμο). Παρασύνθετο ἀπό τό σταδιοδρόμοςστάδιον (τοῦ ἵστημι) + δραμεῖν (τοῦ τρέχω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα ἵστημι καί τρέχω.