στεγνωτικός: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stegnotikos | |Transliteration C=stegnotikos | ||
|Beta Code=stegnwtiko/s | |Beta Code=stegnwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=στεγνωτική, στεγνωτικόν, [[making costive]], [[astringent]], Dsc.1.115; <b class="b3">σ. κοιλίας</b> ibid., cf. Meges ap.Orib.44.24.9. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] zum Verdichten, Verstopfen gehörig, geschickt, Medic. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στεγνωτικός''': -ή, -όν, ὁ προξενῶν δυσκοιλιότητα, [[στυπτικός]], Διοσκ. 1. 160· στ. κοιλίας ὁ αὐτ. 1. 164. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[στεγνωτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στεγνῶ</i> / -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στο [[στέγνωμα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στεγνωτικό</i><br /><b>τεχνολ.</b> ακόρεστο λιπαρό [[έλαιο]] ή [[φυσική]] [[ρητίνη]], ένα [[στρώμα]] τών οποίων, όταν εκτεθεί στον αέρα, μετατρέπεται τελικά σε ένα σκληρό στεγνό και [[ελαστικό]] [[προϊόν]] που χρησιμοποιείται στα χρώματα βαφής οχημάτων, στα βερνίκια και στα τυπογραφικά [[μελάνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στυπτικός]], αυτός που προκαλεί [[δυσκοιλιότητα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:15, 25 August 2023
English (LSJ)
στεγνωτική, στεγνωτικόν, making costive, astringent, Dsc.1.115; σ. κοιλίας ibid., cf. Meges ap.Orib.44.24.9.
German (Pape)
[Seite 932] zum Verdichten, Verstopfen gehörig, geschickt, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
στεγνωτικός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν δυσκοιλιότητα, στυπτικός, Διοσκ. 1. 160· στ. κοιλίας ὁ αὐτ. 1. 164.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στεγνωτικός, -ή, -όν, ΝΑ [[στεγνῶ / -ώνω]]
νεοελλ.
1. αυτός που συντελεί στο στέγνωμα
2. το ουδ. ως ουσ. το στεγνωτικό
τεχνολ. ακόρεστο λιπαρό έλαιο ή φυσική ρητίνη, ένα στρώμα τών οποίων, όταν εκτεθεί στον αέρα, μετατρέπεται τελικά σε ένα σκληρό στεγνό και ελαστικό προϊόν που χρησιμοποιείται στα χρώματα βαφής οχημάτων, στα βερνίκια και στα τυπογραφικά μελάνια
αρχ.
στυπτικός, αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα.