στρωματόδεσμον: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(11)
 
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stromatodesmon
|Transliteration C=stromatodesmon
|Beta Code=strwmato/desmon
|Beta Code=strwmato/desmon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a leathern</b> or <b class="b2">linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes</b> (στρώματα), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>253</span>, <span class="bibl">Pherecr.185</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.4.13</span>, <span class="bibl">Aeschin.2.99</span>; σ. συσκευάσασθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>175e</span>; δῆσαι <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mu.</span>398a8</span>: also στρωμᾰτό-δεσμος, ὁ, <span class="bibl">Amips.38</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>49</span>, cf. Phryn. 379.</span>
|Definition=τό, a [[leather]] or [[linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes]] ([[στρώματα]]), Ar.''Fr.''253, Pherecr.185, X.''An.''5.4.13, Aeschin.2.99; σ. συσκευάσασθαι [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''175e; δῆσαι Arist. ''Mu.''398a8: also [[στρωματόδεσμος]], ὁ, Amips.38, Plu.''Caes.''49, cf. Phryn. 379.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] τό, = Folgdm, Aesch. 2, 99; vgl. B. A. 113.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>c.</i> [[στρωματόδεσμος]].
}}
{{elnl
|elnltext=στρωματόδεσμον -ου, τό &#91;[[στρῶμα]], [[δέω]]] beddenzak (om het beddengoed in te doen).
}}
{{elru
|elrutext='''στρωμᾰτόδεσμον:''' τό [[мешок для постельных принадлежностей]] Arph., Xen., Plat., Aeschin.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[δερμάτινος]] ή [[λινός]] [[σάκος]] στον οποίο οι δούλοι τύλιγαν και έδεναν τα στρώματα, οτρωματόδεσμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[στρῶμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στρωμᾰτόδεσμον:''' τό, [[δερμάτινος]] ή [[λινός]] [[σάκκος]], μέσα στον οποίο οι δούλοι έπρεπε να τυλίξουν τα κλινοσκεπάσματα (<i>στρώματα</i>), σε Ξεν., Αισχίν.
}}
{{ls
|lstext='''στρωμᾰτόδεσμον''': τό, [[δερμάτινος]] ἢ [[λινοῦς]] [[σάκκος]] ἐν ᾧ οἱ δοῦλοι ἐτύλισσον καὶ ἔδενον τὰ στρώματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 249, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 13, Αἰσχίν. 41. 10· στρ. συσκευάζεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 1 75Ε· δῆσαι Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 8· ἱμάντι συνδῆσαι Πλουτ. Καῖσ. 49. - Ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ [[εἶναι]] ἀρσ., πρβλ. Α. Β. 113, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στρωμᾰτό-δεσμον, ου, τό,<br />a [[leather]] or [[linen]] [[sack]] in [[which]] slaves had to tie up the bedclothes (στρώματἀ, Xen., Aeschin.
}}
}}

Latest revision as of 05:30, 26 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρωμᾰτόδεσμον Medium diacritics: στρωματόδεσμον Low diacritics: στρωματόδεσμον Capitals: ΣΤΡΩΜΑΤΟΔΕΣΜΟΝ
Transliteration A: strōmatódesmon Transliteration B: strōmatodesmon Transliteration C: stromatodesmon Beta Code: strwmato/desmon

English (LSJ)

τό, a leather or linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes (στρώματα), Ar.Fr.253, Pherecr.185, X.An.5.4.13, Aeschin.2.99; σ. συσκευάσασθαι Pl.Tht.175e; δῆσαι Arist. Mu.398a8: also στρωματόδεσμος, ὁ, Amips.38, Plu.Caes.49, cf. Phryn. 379.

German (Pape)

[Seite 957] τό, = Folgdm, Aesch. 2, 99; vgl. B. A. 113.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. στρωματόδεσμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρωματόδεσμον -ου, τό [στρῶμα, δέω] beddenzak (om het beddengoed in te doen).

Russian (Dvoretsky)

στρωμᾰτόδεσμον: τό мешок для постельных принадлежностей Arph., Xen., Plat., Aeschin.

Greek Monolingual

τὸ, Α
δερμάτινος ή λινός σάκος στον οποίο οι δούλοι τύλιγαν και έδεναν τα στρώματα, οτρωματόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. στρῶμα, -ώματος + δεσμός.

Greek Monotonic

στρωμᾰτόδεσμον: τό, δερμάτινος ή λινός σάκκος, μέσα στον οποίο οι δούλοι έπρεπε να τυλίξουν τα κλινοσκεπάσματα (στρώματα), σε Ξεν., Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

στρωμᾰτόδεσμον: τό, δερμάτινοςλινοῦς σάκκος ἐν ᾧ οἱ δοῦλοι ἐτύλισσον καὶ ἔδενον τὰ στρώματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 249, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 13, Αἰσχίν. 41. 10· στρ. συσκευάζεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 1 75Ε· δῆσαι Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 8· ἱμάντι συνδῆσαι Πλουτ. Καῖσ. 49. - Ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ εἶναι ἀρσ., πρβλ. Α. Β. 113, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401.

Middle Liddell

στρωμᾰτό-δεσμον, ου, τό,
a leather or linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes (στρώματἀ, Xen., Aeschin.