συμπροφέρω: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symprofero | |Transliteration C=symprofero | ||
|Beta Code=sumprofe/rw | |Beta Code=sumprofe/rw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[pronounce at the same time]], Sch.Pi.''O.''3.81.<br><span class="bld">2</span> [[involve]], Simp. ''in Ph.''904.21. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] (s. [[φέρω]]), zusammen vorbringen, Schol. Pind. Ol. 3, 81. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συμπροφέρω''': [[φέρω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς [[ὁμοῦ]], «τῷ πατρὶ συμπροφέρων ἐφ’ ἱκανὸν τὴν πλάνην κατὰ τὰ βόρεια» Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλαιολ. 4. 25, σ. 226Β. ― Παθ. συμπροφέρομαι, προφέρομαι [[ὁμοῦ]], «τὰ εὐκτικὰ τῶν ῥημάτων τὰ εἰρημένα μόρια (ἄν, εἰ) συμπροφερόμενα ἔχουσι» Σχόλ. εἰς Πινδ. Ὀλ. 3. 81. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[προφέρω]]<br />[[προφέρω]] συγχρόνως δύο ή περισσότερους φθόγγους, [[συνεκφωνώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φέρνω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εμπεριέχω]], [[περιλαμβάνω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
A pronounce at the same time, Sch.Pi.O.3.81.
2 involve, Simp. in Ph.904.21.
German (Pape)
[Seite 990] (s. φέρω), zusammen vorbringen, Schol. Pind. Ol. 3, 81.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροφέρω: φέρω πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁμοῦ, «τῷ πατρὶ συμπροφέρων ἐφ’ ἱκανὸν τὴν πλάνην κατὰ τὰ βόρεια» Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλαιολ. 4. 25, σ. 226Β. ― Παθ. συμπροφέρομαι, προφέρομαι ὁμοῦ, «τὰ εὐκτικὰ τῶν ῥημάτων τὰ εἰρημένα μόρια (ἄν, εἰ) συμπροφερόμενα ἔχουσι» Σχόλ. εἰς Πινδ. Ὀλ. 3. 81.
Greek Monolingual
ΝΜΑ προφέρω
προφέρω συγχρόνως δύο ή περισσότερους φθόγγους, συνεκφωνώ
μσν.-αρχ.
φέρνω κάτι προς τα εμπρός μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
εμπεριέχω, περιλαμβάνω.