παρείσακτος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(strοng)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pareisaktos
|Transliteration C=pareisaktos
|Beta Code=parei/saktos
|Beta Code=parei/saktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">introduced privily</b>, Ep.Gal.2.4 : nickname of Ptolemy XI, <span class="bibl">Str. 17.1.8</span>.</span>
|Definition=παρείσακτον, [[introduced privily]], Ep.Gal.2.4: nickname of Ptolemy XI, Str. 17.1.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0512.png Seite 512]] daneben eingeführt, eingeschlichen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0512.png Seite 512]] daneben eingeführt, eingeschlichen, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[introduit furtivement]], [[intrus]].<br />'''Étymologie:''' [[παρεισάγω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρείσακτος -ον [παρεισάγω] [[binnengeslopen]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρείσακτος:''' [[вкравшийся]] (ψευδάδελφοι NT).
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[παρεισάγω]]; smuggled in: unawares brought in.
}}
{{Thayer
|txtha=παρεισακτον ([[παρεισάγω]]), [[secretly]] or [[surreptitiously]] brought in; (A. V. [[privily]] brought in); [[one]] [[who]] has [[stolen]] in (Vulg. subintroductus): Galatians 2:4; cf. C. F. A. Fritzsche in Fritzschiorum opuscc., p. 181f.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παρείσακτος]], -ον, ΝΜΑ [[παρεισάγω]]<br />αυτός που έχει εισαχθεί [[κρυφά]] [[κάπου]], που έχει εισέλθει [[κάπου]] [[απρόσκλητος]] ή [[χωρίς]] να έχει τα απαιτούμενα προσόντα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρείσακτος:''' -ον, αυτός που εισάγεται [[κρυφά]], που παρουσιάζεται [[μυστικά]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρείσακτος''': -ον, ὁ κρυφίως ἢ λαθραίως εἰσαχθείς, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4· οὐ ξένον ... οὐδὲ π. Γρηγ. Ναζ. (;)· ― ἐπώνυμον Πτολεμαίου τινός, ὁ Κόκκης καὶ Παρείσακτος ἐπικληθεὶς Πτολεμαῖος Στράβ. 794.
|lstext='''παρείσακτος''': -ον, ὁ κρυφίως ἢ λαθραίως εἰσαχθείς, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4· οὐ ξένον ... οὐδὲ π. Γρηγ. Ναζ. (;)· ― ἐπώνυμον Πτολεμαίου τινός, ὁ Κόκκης καὶ Παρείσακτος ἐπικληθεὶς Πτολεμαῖος Στράβ. 794.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ος, ον :<br />introduit furtivement, intrus.<br />'''Étymologie:''' [[παρεισάγω]].
|mdlsjtxt=[[παρείσακτος]], ον, [from [[παρεισάγω]]<br />introduced [[privily]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':pare⋯saktoj 爬而-誒士-阿克拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':在旁-進入-帶領了<br />'''字義溯源''':私運進來的,私自引進來的,偷著引進來;源自([[παρεισάγω]])=從旁引進);由([[παρά]])*=旁)與([[εἰσάγω]])=引入)組成;而 ([[εἰσάγω]])又由(εἰς)*=到)與([[ἄγω]])*=帶領)組成<br />'''出現次數''':總共(1);加(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 私下引進來的(1) 加2:4
}}
}}
{{StrongGR
{{mantoulidis
|strgr=from [[παρεισάγω]]; smuggled in: unawares brought in.
|mantxt=(=αὐτός πού μπῆκε κρυφά). Ἀπ τό [[παρεισάγω]] → [[παρά]] + εἰς + [[ἄγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρείσακτος Medium diacritics: παρείσακτος Low diacritics: παρείσακτος Capitals: ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: pareísaktos Transliteration B: pareisaktos Transliteration C: pareisaktos Beta Code: parei/saktos

English (LSJ)

παρείσακτον, introduced privily, Ep.Gal.2.4: nickname of Ptolemy XI, Str. 17.1.8.

German (Pape)

[Seite 512] daneben eingeführt, eingeschlichen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
introduit furtivement, intrus.
Étymologie: παρεισάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρείσακτος -ον [παρεισάγω] binnengeslopen.

Russian (Dvoretsky)

παρείσακτος: вкравшийся (ψευδάδελφοι NT).

English (Strong)

from παρεισάγω; smuggled in: unawares brought in.

English (Thayer)

παρεισακτον (παρεισάγω), secretly or surreptitiously brought in; (A. V. privily brought in); one who has stolen in (Vulg. subintroductus): Galatians 2:4; cf. C. F. A. Fritzsche in Fritzschiorum opuscc., p. 181f.

Greek Monolingual

-η, -ο / παρείσακτος, -ον, ΝΜΑ παρεισάγω
αυτός που έχει εισαχθεί κρυφά κάπου, που έχει εισέλθει κάπου απρόσκλητος ή χωρίς να έχει τα απαιτούμενα προσόντα.

Greek Monotonic

παρείσακτος: -ον, αυτός που εισάγεται κρυφά, που παρουσιάζεται μυστικά, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

παρείσακτος: -ον, ὁ κρυφίως ἢ λαθραίως εἰσαχθείς, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4· οὐ ξένον ... οὐδὲ π. Γρηγ. Ναζ. (;)· ― ἐπώνυμον Πτολεμαίου τινός, ὁ Κόκκης καὶ Παρείσακτος ἐπικληθεὶς Πτολεμαῖος Στράβ. 794.

Middle Liddell

παρείσακτος, ον, [from παρεισάγω
introduced privily, NTest.

Chinese

原文音譯:pare⋯saktoj 爬而-誒士-阿克拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在旁-進入-帶領了
字義溯源:私運進來的,私自引進來的,偷著引進來;源自(παρεισάγω)=從旁引進);由(παρά)*=旁)與(εἰσάγω)=引入)組成;而 (εἰσάγω)又由(εἰς)*=到)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編
1) 私下引進來的(1) 加2:4

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού μπῆκε κρυφά). Ἀπ τό παρεισάγωπαρά + εἰς + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.